Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

Πανελλαδικό Κάλεσμα για την Προοπτική Δημιουργίας Αναρχικής Πολιτικής Οργάνωσης

Πανελλαδικό Κάλεσμα για την Προοπτική Δημιουργίας Αναρχικής Πολιτικής Οργάνωσης από τις συλλογικότητες Καθοδόν, Κύκλος της Φωτιάς, Αναρχικοί για την Κοινωνική Απελευθέρωση και Αντίπνοια.

Σύντροφοι/ισσες

Τέσσερις αναρχικές πολιτικές ομάδες της Αθήνας, μετά από αρκετούς μήνες ζυμώσεων και σύνθεσης, συστήσαμε μια πρωτοβουλία στην προοπτική έναρξης της διαδικασίας για τη συγκρότηση μιας πανελλαδικής αναρχικής πολιτικής οργάνωσης.

Γνωρίζοντας ότι κινούμαστε σε αχαρτογράφητες περιοχές, από τη δεκαετία του 80 (για τα δεδομένα του ελληνικού αναρχικού “χώρου”) επιλέξαμε ουσιαστικά να ακολουθήσουμε μια διαδικασία που θα εξασφάλιζε, στη βάση της πραγματικότητας σήμερα και των ιδιαίτερων συνθηκών, μια σειρά προαπαιτούμενων:
1. Να διασαφηνίσουμε τη γενικόλογη επιθυμία για "οργάνωση" σε μία σκιαγράφηση έστω, του πως θα θέλαμε, θα έπρεπε και θα μπορούσε να υλοποιηθεί μια τέτοια οργάνωση.
2. Να ορίσουμε μια διαδικασία "βημάτων". Τι θα έπρεπε να γίνει πρώτο, τι δεύτερο και τι να ακολουθήσει, εξασφαλίζοντας από τη μια τα οφέλη ενός ζωντανού κινηματικού διαλόγου και των δρόμων που αυτός μπορεί και πρέπει να ανοίξει και αποφεύγοντας από την άλλη την αναποτελεσματική πρακτική του "να ρίξουμε την ιδέα" γενικά και αόριστα.
3. Δίνοντας σε αυτό το στάδιο μεγαλύτερη σημασία στον προσδιορισμό μιας κοινής πολιτικής βάσης (αντί για παράδειγμα να επικεντρώσουμε σε ζητήματα δομής ή στρατηγικής ενός μελλοντικού σχήματος) θελήσαμε να ορίσουμε και το ελάχιστο αναγκαίο πεδίο πολιτικών συμφωνιών ανάμεσα στις τέσσερις ομάδες που θα τους επέτρεπε την από κοινού συμμετοχή σε ένα τέτοιο κάλεσμα. Που θα τους επέτρεπε το αυτονόητο, δηλαδή να δουν τον εαυτό τους ως πιθανό συμμέτοχο σε ένα τέτοιο μελλοντικό εγχείρημα... Που θα επέτρεπε εντέλει και στην πρωτοβουλία να βασιστεί σε αμιγώς πολιτικά κριτήρια για τον σχηματισμό αυτής της πιθανής μελλοντικής πολιτικής κοινότητας.

Ο τρόπος που επιλέξαμε για την εκκίνηση αυτής της διαδρομής, καταρχάς εσωτερικής μεταξύ των ομάδων και ύστερα δημόσιας, ήταν η συγγραφή ενός κειμένου. Ενός κειμένου που από την απάντηση στα τρία βασικά ερωτήματα "οργάνωση: γιατί, ποιοι και πως" ορίζει ένα πολιτικό πλαίσιο και σκιαγραφεί κάποιες κατευθύνσεις για τα υπόλοιπα ζητήματα.

Το πλαίσιο αυτό είναι κατά την άποψή μας αρκετά ανοιχτό και αφήνει ανοιχτό πεδίο συνδιαμόρφωσης, παράλληλα όμως είναι και αρκετά σαφές. Και αυτό δημιουργεί το δεδομένο πως η πρόταση καθαυτή δεν αφορά το σύνολο του κινήματος, πόσο μάλλον το σύνολο του "χώρου". Με δυο λόγια η πρωτοβουλία μας αφορά τη συγκρότηση μιας πολιτικής οργάνωσης μέσα στο εσωτερικό του αναρχικού κινήματος και "ενταγμένης" σε αυτό και δεν αφορά τη δημιουργία της "μεγάλης οργάνωσης όλων των αναρχικών". Γι’ αυτό και το κάλεσμά αυτό απευθύνεται σε όλα τα αναρχικά πολιτικά σχήματα, αλλά αφορά όσα, όχι μόνο αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως τέτοια, αλλά διακρίνουν και τις πολιτικές συντεταγμένες του κειμένου που αποστέλλουμε και αναγνωρίζουν τον εαυτό τους μέσα σε αυτές. Και με αυτό το δεδομένο ορίστηκε και η διαδικασία.

Πριν την όποια "επίσημη" έναρξη ενός οργανωτικού διαλόγου καλούμε σε μία συζήτηση αποτελούμενη από όσα αναρχικά συλλογικά σχήματα επιλέξουν να ανταποκριθούν στο συγκεκριμένο κάλεσμα. Στόχος αυτής της πρώτης συνάντησης είναι, με αφετηρία την πρόταση της πρωτοβουλίας, να προχωρήσουμε σε ένα συγκεκριμένο διάλογο για το ζήτημα της οργάνωσης, χωρίς ο διάλογος να έχει αποφασιστικά χαρακτηριστικά αλλά με τη λογική πως προηγείται ενός άλλου, αποφασιστικού διαλόγου.

Στο διάλογο αυτό εμείς θέλουμε να αποσαφηνίσουμε την πρότασή μας, να εκφραστούν οι θέσεις των σχημάτων που θα παρευρεθούν πάνω στο ζήτημα, και να διαχειριστούμε από κοινού τις διαφορετικές κωδικοποιήσεις στις απόψεις και τις θέσεις (που είναι λογικό να προκύψουν από την ατελή μορφή της ζύμωσης μέσα στον αναρχικό χώρο πανελλαδικά). Επίσης θα προσπαθήσουμε από κοινού να παράγουμε εκείνο το υλικό που θα επιτρέψει στην κάθε πολιτική αναρχική οντότητα που συμμετέχει, να πάρει μια καθαρή απόφαση εκείνη για το αν θέλει και μπορεί να συμμετέχει στο επόμενο βήμα, που είναι ο "επίσημος" διάλογος για την οικοδόμηση μιας αναρχικής πολιτικής οργάνωσης, ο οποίος εκτιμούμε ότι μπορεί να ξεκινήσει σε γενικές γραμμές περίπου δύο μήνες μετά την πρώτη συζήτηση.

Δημοσιοποιούμε λοιπόν το κάλεσμα και το κείμενο μέσω του Indymedia απευθυνόμενοι σε όλα τα αναρχικά συλλογικά σχήματα πανελλαδικά είτε τα γνωρίζουμε είτε όχι. Επιλέξαμε να μη δημοσιοποιήσουμε τον τόπο και την ημερομηνία της συζήτησης αλλά να την κοινοποιήσουμε σε όσα σχήματα εκδηλώσουν ενδιαφέρον γιατί, όπως ειπώθηκε και παραπάνω, το κάλεσμα δεν είναι "ανοιχτό". Είναι δημόσιο και αφορά όλους όσοι, μέσα στα γενικά πλαίσια του κειμένου που στέλνουμε (και όχι βέβαια υπό τον όρο μιας αυτόματης και κάθετης αποδοχής του), αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα και τις δυνατότητες της πολιτικής οργάνωσης.

Θεωρήσαμε εύλογο ένα διάστημα 1,5 μήνα, μέχρι τις 5 του Φλεβάρη, από τη δημοσίευση αυτού του καλέσματος, μέσα στο οποίο τα σχήματα που ενδιαφέρονται να παρευρεθούν μπορούν να στείλουν απαντητικό mail για να λάβουν στη συνέχεια τις λεπτομέρειες της εκδήλωσης.

Συντροφικά

Αναρχική συλλογικότητα Καθ’οδόν,
Αναρχική συλλογικότητα Κύκλος Της Φωτιάς,
Αναρχικοί για την Κοινωνική Απελευθέρωση,
Στέκι Αντίπνοια.

Κάλεσμα για οργάνωση
από Καθοδόν-Κύκλος της Φωτιάς-Α.Κ.Α.-Αντίπνοια



Εισαγωγή

Το ακόλουθο κείμενο αποτελεί κάλεσμα της πρωτοβουλίας για τη συγκρότηση αναρχικής πολιτικής οργάνωσης. Η πρωτοβουλία αποτελείται από τις συλλογικότητες: αναρχική συλλογικότητα «Κύκλος της Φωτιάς», αναρχική συλλογικότητα «Καθ’οδόν», Στέκι Αντίπνοια, Αναρχικοί για την Κοινωνική Απελευθέρωση. Το κάλεσμα απευθύνεται σε αναρχικές πολιτικές συλλογικότητες κι αποσκοπεί στην έναρξη ενός διαλόγου πάνω στο ζήτημα της οργάνωσης, έχοντας ως προοπτική την έναρξη των διαδικασιών που θα οδηγήσουν στη δημιουργία μιας σταθερής και συνεκτικής αναρχικής οργανωτικής δομής.

Στην κατεύθυνση αυτή, καλούμε όσες ομάδες ενδιαφέρονται σε συζήτηση πάνω στο ζήτημα της οργάνωσης, με συλλογικές τοποθετήσεις και προτάσεις, καθώς και δηλώσεις συμμετοχής για την έναρξη ενός προσυνεδριακού διαλόγου. Η συζήτηση αυτή προσανατολιζόμαστε να πραγματοποιηθεί σε ένα βάθος χρόνου τριών μηνών. Στο μεσοδιάστημα, καλούμε σε συνάντηση με μη δεσμευτικό χαρακτήρα, με σκοπό τη διευκρίνιση ερωτημάτων πάνω στο κείμενο-κάλεσμα και τη συζήτηση πάνω στα ζητήματα που τίθενται σ’ αυτό.

Για ερωτήσεις, διευκρινίσεις, καθώς και για την ενημέρωση σχετικά με την ώρα και το μέρος της πρώτης συνάντησης, επικοινωνήστε στο: anar_organosi@riseup.net.

Κείμενο καλέσματος

Η ολομέτωπη επίθεση των κυρίαρχων σε μία περίοδο συνολικής συστημικής κρίσης (οικονομική, κοινωνική, περιβαλλοντική, αξιακή) αποκαλύπτει σε όλη της την έκταση την αντικοινωνική φύση του καπιταλισμού και αποτελεί απότοκο ενός παγκοσμιοποιημένου εκμεταλλευτικού συστήματος. Κύρια χαρακτηριστικά αυτής της επίθεσης αποτελούν: η διαρκής όξυνση των συνθηκών εκμετάλλευσης στους χώρους της μισθωτής σκλαβιάς, ο αποκλεισμός χιλιάδων ανθρώπων από τα στοιχειώδη κοινωνικά αγαθά, ο εξαναγκασμός στη μετανάστευση, η ένταση της καταστροφής και της λεηλασίας του φυσικού κόσμου στο όνομα της ανάπτυξης, η όξυνση της καταστολής και του ελέγχου και η προώθηση του σύγχρονου ολοκληρωτισμού.

Ως αναρχικοί θεωρούμε πως ο πυρήνας του κοινωνικού ζητήματος είναι η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, η ύπαρξη εξουσιαστών κι εξουσιαζόμενων και γενικότερα κυριάρχων και κυριαρχούμενων, ο ιεραρχικός τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας από το κράτος και το κεφάλαιο και οι σχέσεις εκμετάλλευσης και καταπίεσης που παράγει. Αντιλαμβανόμαστε την επανάσταση ως μια διαδικασία αποδόμησης του καπιταλιστικού τρόπου ζωής και οργάνωσης, ως μια συνεχιζόμενη προσπάθεια έμπρακτης ρήξης με όλες τις από τα πάνω επιβολές που προκύπτουν από την ύπαρξη εξουσίας. Στις σημερινές συνθήκες της γενικευμένης συστημικής κρίσης, το πεδίο παρέμβασής μας απλώνεται και μεγαλώνει όσο απονομιμοποιείται κοινωνικά το καθεστώς λόγω της οξύτατης επίθεσής του που επιβάλλει ακραίες συνθήκες φτώχειας και ανέχειας. Παράλληλα, η αδυναμία του να κυριαρχήσει ιδεολογικά, κάνει ακόμα ευνοϊκότερες τις συνθήκες για τη συγκρότηση ενός συνολικού κοινωνικού οράματος. Αναγκαία συνθήκη για την ανάπτυξη και προώθηση μιας αναρχικής επαναστατικής προοπτικής, είναι η εξάπλωση της κοινωνικής αυτοοργάνωσης. Ακολουθώντας την παλιά αναρχική ρήση πως "η νέα κοινωνία οφείλει να χτίζεται μέσα στο κέλυφος της παλιάς", η οργάνωση της κοινωνίας στο σήμερα στη βάση της ισότητας και της ελευθερίας, γίνεται αντιληπτή ως στρατηγική επιλογή αγώνα των καταπιεσμένων και εκμεταλλευόμενων και όχι απλά ως ένα μέσο που εξυπηρετεί έναν απώτερο σκοπό.

Σε αυτή τη λογική, της διαλεκτικής σχέσης δηλαδή ανάμεσα στα μέσα και τους σκοπούς, οφείλει να προσεγγίζεται και το ζήτημα της αμιγώς πολιτικής οργάνωσης των αναρχικών. Αντιλαμβανόμαστε τους κοινωνικούς αγώνες ως τον τρόπο που σε κάνει να προχωράς και τους πολιτικούς αγώνες ως τον τρόπο που σε κάνει να βλέπεις μπροστά. Έτσι λοιπόν, μία σύγχρονη κοινωνική αναρχική πρόταση δεν μπορεί να βρει έδαφος αν δεν υπάρχει ενεργή συμμετοχή των συντρόφων στους κοινωνικούς τόπους: στις γειτονιές και στους χώρους δουλειάς. Από την άλλη πλευρά, ο αναρχικός πολιτικός αγώνας είναι εκείνος που επιχειρεί να συνδέσει και να συνολικοποιήσει τους κοινωνικούς αγώνες, προκειμένου να προωθήσει και να ενισχύσει το κοινωνικοαπελευθερωτικό όραμα. Αυτό που έχει σημασία λοιπόν είναι η καταλυτική συνεχής παρέμβαση στις κοινωνικές διεργασίες και όχι μία εγκλωβιστική ιδεολογική αυτοαναφορικότητα. Ταυτόχρονα η πολιτική οργάνωση, δια μέσου της αντιιεραρχικής δόμησής της και της φεντεραλιστικής της λειτουργίας, αποτελεί το παράδειγμα για τη νέα κοινωνία, την έμπρακτη απόδειξη πως οι άνθρωποι μπορούν να λειτουργήσουν συλλογικά και ισότιμα.

Βασική προϋπόθεση για το άνοιγμα οποιασδήποτε συζήτησης αναφορικά με το ζήτημα της οργάνωσης είναι η απάντηση σε τρία βασικά ερωτήματα: Γιατί να οργανωθούμε; Ποιοι να οργανωθούμε; Πως να οργανωθούμε;

Γιατί να οργανωθούμε;

Οι ευκαιριακές συνεργασίες ανάμεσα σε αναρχικές ομάδες και μεμονωμένους συντρόφους και ο αυθορμητισμός, στοιχεία τα οποία κυριάρχησαν στον ελλαδικό αναρχικό «χώρο», από τη μία συνέβαλαν στο να οικοδομηθεί ένας ζωντανός και ποικιλόμορφος πολιτικός χώρος, από την άλλη έχουν ξεκάθαρα δείξει τα πολύ συγκεκριμένα όριά τους. Στις σημερινές συνθήκες, περισσότερο από κάθε άλλη φορά αναγνωρίζουμε την ανεπάρκεια του αφορμαλιστικού μοντέλου, μέσα από το οποίο οι αναρχικοί του ελλαδικού χώρου επιλέγαμε να δρούμε για χρόνια. Ένα μοντέλο που διακρίνεται από τα χαρακτηριστικά της ασυνέπειας, της έλλειψης δέσμευσης και της ευκαιριακότητας, συναντιέται με την κουλτούρα της συνειδητής ή μη αποχής από τις συλλογικές διαδικασίες και έχει ως αποτέλεσμα τη λειτουργία του «χώρου» πολλές φορές με κοινωνικούς όρους παρέας και όχι στη βάση πολιτικών κριτηρίων. Ένα μοντέλο που πιστεύουμε ότι αδυνατεί όχι μόνο να αποτελέσει τη βάση για να τεθεί κοινωνικά το ζήτημα της επανάστασης, αλλά ούτε και λειτουργεί ενισχυτικά και πυροδοτικά για την κοινωνική και ταξική αντεπίθεση. Η εξεγερσιακότητα λειτουργεί τελικά ως μια μαχητική μεν μορφή αντίστασης, αλλά δεν μπορεί να ξεπεράσει τα όρια της καταγγελίας και διαμαρτυρίας απέναντι στο υπάρχον και δεν δίνει τη δυνατότητα χάραξης μακροπρόθεσμων στρατηγικών δόμησης και οργάνωσης του αγώνα στην κατεύθυνση της επανάστασης και του μετασχηματισμού της κοινωνίας από τα κάτω. Θεωρούμε πως είναι η στιγμή της δημιουργίας μιας στερεής και συνολικού χαρακτήρα οργανωτικής δομής. Μιας δομής που στο εσωτερικό της οι διαφωνίες θα αντιμετωπίζονται με αμιγώς πολιτικούς όρους και στη βάση των κοινών και συνδιαμορφωμένων πολιτικών θέσεων. Οι αντικειμενικές συνθήκες το επιβάλλουν, οι υποκειμενικές το επιτρέπουν. Η αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών και η συμμετοχή όλο και περισσότερων συντρόφων σε συλλογικά εγχειρήματα σε όλη την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια ωθούν τα πράγματα προς μια οργανωτική αναβάθμιση.

Η ύπαρξη μιας κατά το δυνατόν συνεκτικής αναρχικής οργάνωσης δημιουργεί καλύτερους όρους για τη συνεχή και συνεπή παρέμβαση των αναρχικών στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό καθώς η διοχέτευση των αναρχικών θέσεων και προταγμάτων μέσα από μια συγκροτημένη πολιτική οργάνωση και όχι μέσα από διάσπαρτες φωνές, συμβάλει στην αποτελεσματικότερη διάχυσή τους. Επίσης, δημιουργεί τους όρους για τη χάραξη μακροπρόθεσμης στρατηγικής και συμβάλει, λειτουργώντας παράλληλα ως κινηματικό πεδίο διαλόγου, στην παραγωγή συνολικών και ταυτόχρονα κοινωνικά γειωμένων προταγμάτων. Όχι μόνο δίνει τη δυνατότητα της συμμετοχής σε ένα ευρύτερο, δυνατότερο, διακριτό, με πολιτικά χαρακτηριστικά ρεύμα, αλλά επίσης προωθώντας αντιθεσμίσεις και στηρίζοντας τα κομμάτια της κοινωνίας που αντιστέκονται, δίνει συνολικότερες απαντήσεις, διέξοδο και προοπτική. Ταυτόχρονα, στόχος μας είναι να συμβάλει και στη δημιουργία νέων αναρχικών δομών.

Παράλληλα, στα πλαίσια της δράσης μιας αναρχικής οργάνωσης στόχος θα πρέπει να είναι και η διεύρυνση των ρηγμάτων που δημιουργούνται στο υπάρχον από τους μερικούς αγώνες. Μια αναρχική οργάνωση οφείλει, μέσω της σύνδεσής της με αυτούς, να προωθεί στην κοινωνική βάση το πρόταγμα της κοινωνικής επανάστασης, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στο χτίσιμο ενός μαζικού, επαναστατικού κινήματος. Αναγκαία συνθήκη για την οικοδόμηση της επαναστατικής διαδικασίας είναι το συλλογικό όραμα για μια κοινωνία ελευθερίας, ισότητας και αλληλεγγύης. Ανάμεσα στους στόχους μιας αναρχικής οργάνωσης είναι και η συμβολή στη διάχυση αυτού του οράματος. Είναι η συγκρότηση ενός πλέγματος θέσεων για κάθε κοινωνικό ζήτημα και η δημιουργία ενός προγράμματος, το οποίο θα αποτελέσει ένα συνδετικό κρίκο ανάμεσα στον καθημερινό αγώνα και το τελικό όραμα της αναρχίας και του κομμουνισμού.

Ποιοι να οργανωθούμε;

Μια αναρχική οργάνωση θα πρέπει να δομηθεί πάνω σε κοινές πολιτικές αντιλήψεις και όσο το δυνατόν πιο συνεκτικές συμφωνίες. Η αντίθετη φιλοδοξία, το να λειτουργήσει δηλαδή ως επιστέγασμα όλου του αναρχικού «χώρου» στην Ελλάδα, τα όρια του οποίου άλλωστε είναι εξαιρετικά δυσδιάκριτα και τα χαρακτηριστικά του ασαφή, θα ήταν κάτι που θα δημιουργούσε ένα ασταθές οικοδόμημα και περισσότερη σύγχυση. Ούτως ή άλλως, αυτό δεν είναι κάτι που επιθυμούμε. Εξάλλου, η μη συνύπαρξη όλων κάτω από το ίδιο οργανωτικό πλαίσιο δεν αποκλείει τη συνεργασία και την ενότητα στη δράση όπου αυτό είναι εφικτό.

Απευθυνόμαστε λοιπόν σε αμιγώς πολιτικές αναρχικές συλλογικότητες, που λειτουργούν με ελευθεριακές διαδικασίες, τοποθετούνται συνολικά πάνω στα ζητήματα εκμετάλλευσης και καταπίεσης, αναφέρονται προταγματικά στην κοινωνική επανάσταση και καταφέρονται ανοικτά ενάντια σε κράτος και κεφάλαιο. Που αντιλαμβάνονται την ταξική διάσταση του αγώνα, αποκλείοντας έτσι από τους κόλπους τους όσους αντλούν υπεραξία με υλικούς όρους, βλέπουν ως ευρύτερο πεδίο δράσης τους το κοινωνικό και ταξικό κίνημα και θεωρούν αναγκαία την ενίσχυση των διαδικασιών και των αγώνων που αναπτύσσονται στη βάση της κοινωνίας. Που θέλουν να αναπτύσσουν ένα στρατηγικό σχέδιο ισχυροποίησης του κοινωνικού κινήματος και δρουν με στόχο το να γίνει το τελευταίο ένας ισχυρός πολιτικός αντίπαλος της εξουσίας, που θα έχει τη δυνατότητα να παίρνει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να δρα επιθετικά απέναντί της.

Μια αναρχική οργάνωση θα πρέπει να αποτελείται από τα συλλογικά υποκείμενα, που διαπνέονται από την αντίληψη πως η ίδια η κοινωνία έχει τη δυνατότητα αυτενέργειας και παραγωγής πολιτικής δράσης, επιθετικής απέναντι στους εκμεταλλευτές και καταπιεστές της. Αγωνιζόμαστε για την ανάπτυξη ενός χειραφετημένου κι οργανωμένου κοινωνικού και ταξικού κινήματος, το οποίο θα αλληλεπιδρά με ένα οργανωμένο αναρχικό κίνημα που θα στέκεται απέναντι στις προσπάθειες αφομοίωσης και διαμεσολάβησης των αγώνων, προτάσσοντας τη συνολική ρήξη με το κράτος και το κεφάλαιο. Είμαστε προφανώς αντίθετοι στην αντίληψη περί κυριαρχίας του πολιτικού πάνω στο κοινωνικό-ταξικό και στις λογικές της κομματικής καθοδήγησης, όσο και ενάντια στην αντίληψη που θέλει την ηρωική πρωτοπορία να αναλαμβάνει από μόνη της την σύγκρουση με το κράτος, αγνοώντας ή υποτιμώντας τις κοινωνικές-ταξικές δυνάμεις.

Πώς να οργανωθούμε;

Θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο πως η εν λόγω πρόταση αποτελεί έναν πειραματισμό. Πρόκειται για μια προσπάθεια να δοκιμάσουμε κάτι καινούργιο. Πρόθεσή μας είναι να το προσπαθήσουμε διαμορφώνοντας συλλογικά τους όρους, έχοντας την επίγνωση πως ενώ εμπνεόμαστε από αντίστοιχες διαδικασίες του αναρχικού κινήματος στην ιστορία, δεν επιδιώκουμε να τις αντιγράψουμε.

Από τη στιγμή που προωθούμε το πρόταγμα της συλλογικοποίησης, θα πρέπει και η δομή οργάνωσης που επιλέγουμε να κινείται προς αυτή την κατεύθυνση. Θα αποτελούσε μεγάλη αντίφαση να μιλάμε για ισότιμη συλλογικοποίηση και να προωθούμε δομές που αναιρούν έμπρακτα την ισοτιμία μεταξύ των μελών. Το πρωταρχικό και το ελάχιστο επίπεδο πολιτικής οργάνωσης των αναρχικών και παράλληλα ο "φυσικός" τρόπος συνύπαρξής τους είναι η αναρχική συλλογικότητα/ομάδα. Αυτή είναι και η δομή που θα πρέπει να αποτελεί τη βάση μιας αναρχικής οργάνωσης. Οι αναρχικές συλλογικότητες που θα συναποτελούν την οργάνωση θα πρέπει να συνδέονται και να συντονίζονται μεταξύ τους μέσω κεντρικότερων δομών και διαδικασιών. Ως παραδείγματα διαδικασιών αναφέρουμε ενδεικτικά: Ένα πανελλαδικό συνέδριο/γενική συνέλευση όλων των μελών, εκτελεστικές συνελεύσεις, καθορισμός σαφούς στάσης απέναντι στα μμε, συντονιστικά όργανα, θεματικές ομάδες, εσωτερικά και προπαγανδιστικά έντυπα, ομάδες αυτοάμυνας κ.α..

Ο φεντεραλιστικός τρόπος λειτουργίας που προτείνεται για την οργάνωση στοχεύει στην περιφρούρηση της ισοτιμίας των μελών της και αποτελεί το διαχρονικότερο μέσο αποφυγής δημιουργίας άτυπων ιεραρχιών. Η συνύπαρξη ατόμων και συλλογικοτήτων αντιτίθεται σε αυτή τη λογική, αφού αυτόματα θα δημιουργούσε μια ανισοτιμία στις υποχρεώσεις και στα δικαιώματα. Θα δημιουργούσε δηλαδή μια οργάνωση διπλής ταχύτητας, στην οποία τα λειτουργικά προβλήματα θα ήταν δεδομένα. Είναι λοιπόν προφανές ότι ο κάθε μεμονωμένος σύντροφος που θα θελήσει να συμμετέχει στην οργάνωση είτε θα πρέπει να γίνει μέλος μιας από τις συλλογικότητες που συμμετέχουν σε αυτή είτε να δημιουργήσει μαζί με άλλους συντρόφους, μια νέα πολιτική συλλογικότητα που θα ενταχθεί στην οργάνωση. Πέρα από το πρακτικό ζήτημα, επαναλαμβάνουμε πως μέσα από μια πρόταση για μια ελεύθερη κοινωνία η προώθηση της συλλογικής δράσης σε αντιδιαστολή με την εξατομίκευση που προωθεί το παρόν σύστημα, είναι θεμελιώδες πρόταγμα.

Κάπου εδώ, πρέπει να γίνει ξεκάθαρο το εξής: Η πρόταση για μία τέτοιου τύπου οργάνωση δεν στοχεύει σε καμία περίπτωση, στη μείωση της αυτονομίας των συλλογικοτήτων που θα ενδιαφερθούν να συμμετέχουν και βέβαια δεν προωθεί τη λογική, ούτε καν σε επίπεδο προοπτικής, της μελλοντικής αυτοδιάλυσης των συλλογικοτήτων μέσα σε μια μαζικού τύπου οργάνωση. Κάθε άλλο, θεωρούμε πως η κινητήριος δύναμη της οργάνωσης οφείλει να είναι η δράση των συλλογικοτήτων πάντα μέσα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης πολιτικής συμφωνίας και όχι αποκλειστικά οι κεντρικές της διαδικασίες. Η ύπαρξή της στοχεύει στην εξασφάλιση της συμπόρευσής μας σε μια σταθερή και συνολική (κι όχι ευκαιριακή) βάση και στην πιο συνεκτική μας πολιτική συμφωνία. Παραδοσιακή αντίληψη των αναρχικών περί οργάνωσης είναι πως "οργανώνεσαι στο σήμερα με βάση το ιδεατό σου". Στην ίδια λογική πρέπει να κινείται και η δομή μιας πολιτικής, αναρχικής οργάνωσης. Να κρατά τις ισορροπίες ανάμεσα στην πλατιά ενότητα και την αυτονομία της συλλογικότητας, να οργανώνεται με βάση τις κατευθύνσεις που ορίζουν τα μέλη-συλλογικότητες για να καταλήξει κεντρικά κι όχι το αντίστροφο.


Αναρχική συλλογικότητα Καθ’οδόν,
Αναρχική συλλογικότητα Κύκλος Της Φωτιάς,
Αναρχικοί για την Κοινωνική Απελευθέρωση,
Στέκι Αντίπνοια.

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

...

"Τακτοποιώ το γραφείο μου κάθε πρωί, ακόμη κι όταν δεν έχω τίποτε να γράψω, με τη νωθρή αυστηρότητα που μ' έκανε να χάσω τόσους έρωτες"...

(Gabriel Garcia Marquez, Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου)

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

O θάνατός μου

Σκέφτομαι καμιά φορά
-συνήθως στο μπάνιο-
 ανάμεσα σε άσκοπες νότες
υδρατμούς απογνώσεων
και το γυάλινο πλέγμα
του καθρεπτιζόμενου ομοιώματώς μου:

 Δεν έχω ιεραρχήσει το θάνατό μου
 ο θάνατός μου, μου είναι αδιάφορος.

κι έπειτα μόνο
οι υπόκωφες φωνές
του μάγματος
που ρέει
απο το στόμιο ενός αόρατου κοινωνικού ηφαιστείου
 ο θόρυβος των οποίων μου τρυπάει τα τύμπανα
 διαρρυγνύει στητά και κυνικά
 τη σκέψη μου.

η βοή των φωνών απλώνεται εντός μου:

 δεν έχουμε ιεραρχήσει το θάνατό σου,
 ο θάνατός σου, μας είναι αδιάφορος.

 Σε όλους είναι.

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012

Η περιπλοκότητα της ενατένισης του κενού...

ΠΑΝΤΑ ΚΑΤΙ ΓΥΡΕΥΟΥΜΕ να σώσουμε, το σαρκίο μας ή την ψυχή μας - αναλόγως με τις κατά περίπτωσιν προοπτικές. Και οι πεποιθήσεις μας βεβαίως διαμορφώνονται και ορίζονται από συγκεκριμένες ανάγκες. "Είμαι εκ πεποιθήσεως χορτοφάγος". Ηχεί τόσο αποφασιστικά, θα έλεγα αυστηρά, και η φράση αγλαΐζεται από έναν τόνο ηθικού περίπου μεγαλείου. "Είμαι εκ πεποιθήσεως εργένης". Το "εργένης" εύκολα θα μπορούσε εδώ να αντικατασταθεί από το τουρκίζον "μπεκιάρης". Το νόημα θα παρέμενε το ίδιο, η αίσθηση ωστόσο θα αλλοιωνόταν ριζικά. Ριζικότερα ακόμα θα αλλοιωνόταν σε μια παραλλαγή πλησιέστερη προς την αισθητική δραστικότητα του δημώδους δεκαπεντασύλλαβου: "Είμαι ορκισμένο γεροντοπαλίκαρο". Η απόσταση ανάμεσα στον όρκο και την πεποίθηση είναι τεράστια. Η πεποίθηση καθησυχάζει, ο όρκος όχι. Ο όρκος δεσμεύει μόνο, με τις γνωστές ψυχολογικές συνέπειες άλλωστε. Ήδη ένα ορκισμένο γεροντοπαλίκαρο εκφράζει μια θυμική κατάσταση ριψοκίνδυνη, ή και ηρωική, πάντως εντελώς εξωστρεφή. Σε αντίθεση με τον εκ πεποιθήσεως εργένη, που περιχαρακώνεται μέσα στον στοχασμό και την αυτάρκειά του. Έτσι κι αλλιώς, αυτό που δηλώνεται με σαφήνεια κάθε φορά είναι η ανάγκη να ζήσει κανείς μόνος του. Ή να ζήσει κατ' ανάγκην μόνος του. Η διαφορά είναι και δω αισθητή. Κι άλλωστε ή έμφαση ορκισμένος ή εκ πεποιθήσεως - πόσο μπορεί να πείσει γι' αυτό που κραυγάζει; Τελικά, είτε ως επιλογή είτε ως επιβεβλημένη κατάσταση, ο μονήρης βίος δεν είναι παρά μια διηνεκής άσκηση ελευθερίας. Και φυσικά μόνο αν είναι, ή επειδή ακριβώς κάποιος είναι ποιητής, αποφασίζει να διασχίσει αυτή την μεγάλη έρημο. Φτιαγμένος από ευγενές ανθεκτικό μέταλλο. Πρόκειται πάντα για την ίδια αρχή των ταγμένων και των υπολοίπων. Τους πρώτους να μην τους χαίρεται κανένας αλλά και να μην τους κλαίει. Γιατί είναι πεισματάρηδες και δεν καταδέχονται ούτε τα υποκατάστατα ούτε να μιλήσουν γι' αυτό που κουβαλάνε και οι άλλοι νομίζουν, τόσο σφαλερά, ότι είναι ο σταυρός τους. Πάνω σε τεντωμένο σχοινί θα κυνηγήσουν, με πάθος και συνέπεια, τηντελειότητα των ερώτων τους. Ξέρωντας από πρίν καλά ότι στην άλλη άκρη τους περιμένει η άκρα μοναξιά, το τίμημα για την ύβρη που έχουν διαπράξει. Θανάσης Βαλτινός , "Κρασί και νύμφες".

Άναρχος

 λέγανε: να κυβερνήσουν οι πολιτικοί, να κυβερνήσουν οι τεχνοκράτες, να κυβερνήσουν οι έμποροι, οι καλλιτέχνες, οι φιλόσοφοι, οι παπάδες κι οι ιερείς είπαν να κυβερνήσει ο στρατός, να κυβερνήσει ο τρελλός, να κυβερνήσει ο φτωχός, έστι λέγανε... μια φωνή είπε: όποιος κυβερνήσει δε θα ΄ναι καλλιτέχνης δε θα ναι φιλόσοσφος, δε θα ΄ναι φτωχός πια θα είναι κυβερνήτης πια ΚΑΤΩ ΟΙ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ - οι άλλοι σήκωσαν τους ώμους κοιτάχτηκαν αμήχανα μόνο για στιγμή κατόπιν τον έβρισαν αναρχικό κι εξακολούθησαν, λεγανε: να κυβερνήσουν οι πολιτικοί να κυβερνήσουν οι τεχνοκράτες να κυβερνήσει ο λαός...

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

Ρινίσματα ή το μανιφέστο της κούρασης

I .

Κουρασμένως γενικώς
η Πλήξη
η Αηδία
Spleen
και Φρίκη

Κάτι
βαρύ
στριφνό
άσχημο
βίαιο

βαραίνει
τους Ώμους
του
Υπάρχοντος

η γνώση
.
κρυφή
.
στα κρυφά
ξερογλείφει
ενα κομμάτι
συνείδησης


ξέρω
η ζωη
ειναι
ά-σκοπη
αλλά δεν μπορούμε
να κάνουμε αλλιώς
άλλωστε
θα βαρεθούμε
μια μέρα
-ευτυχώς-
όλη αυτή
τη θλίψη

θα πεθάνουμε
έτσι κι αλλιώς
ίδια
όπως ζούμε
έτσι κι αλλιώς
.

κι εκείνο το όμορφο
ταξίδι
που όλο
γουργουρίζει
στο μυαλό
.

η μυρωδιά
της φυγής
που εξασθενεί
στην αδυναμία
του χώρου
του χρόνου
του γιατί
και με ποιόν

κι άνθρωποι
πάντα κακοί
σκαρφίστηκαν
σφαγιαστικά
τούτο το βάσανο
των εξονυχιχτικών
σχέσεων
ανθρώπου
με
άνθρωπο

τρομαχτική
κι αφόρητη
ανωμαλία


πλέγμα ενοχών
αγάπης
θυσίας
πίκρας
και
οιμωγής


να τι είναι ο άνθρωπος


ΙΙ.

Έχω κουραστεί γενικώς
κι όλα μοιάζουν
να δυσκολέυουν
όλα γίνονται
όλο και πιο
δύσκολα

ένα φιλί
μια αγκαλιά
ένα συναίσθημα
ενα σ΄αγαπώ
απρόφταστο
αληθινό
ασυνόδευτο
λέξεων
και
κινήτρων

τα σ αγαπω
που δεν καλύπτουν
τους εγωισμούς
πεθαίνουν
πρόωρα
όμοια
νεογνα
ειδικών
παθήσεων

κι
μοναξιά
εξακολουθεί
η μοναξιά πρωτεύει
αφόρητα
αλάνθαστη
αφού δεν
συνομιλεί
αλλά χάσκει
η μοναξιά
πάντα εκεί

η μοναξιά είναι πάντα εκεί
.

όταν πίνεις τον πρωινό καφέ
στη συγχορδία
στο λα μινόρε
στο παιχνιδι με τον έφηβο το απογευμα
στο πληθος που τριγυρνα
αμεριμνο
χοάνη μεγαλειώδους ανοησίας

η μοναξιά επιμένει
η μοναξιά είναι το καταφύγιο της
ήρεμης θλίψης

το τίμημα της θέλησης
για μάταιους
εκκοινωνισμούς

πριν το λόγο είναι η μοναξιά
πριν τη μοναξιά είναι η θλίψη.

μετά
μόνο η νεκρική ακαμψία
του θανάτου,
η
παρουσία
αυτού
που
λείπει

ΙΙ. 1/2

Τη διεστραμμένη επινόηση των σχέσεων
θα επιβουλεύεται η ζωή
τα θέλγητρά της βίαια
θα αποσπάσουν
την μονιμότητα
του είναι

γυναίκες
.
επαφές
.
γνωριμίες
.
σχέσεις
.

όλες θα 'ρθουν
σποραδικές
προσωρινές
όμορφες σαν αεράκι
στην καλοκαιρινή κάψα
του απομεσήμερου

σαν μαύρισμα
ξανθού
κοριτσιού

σαν ζεστή αμμουδιά
που πάντα θα φευγει
τον χειμώνα

κι όλες
οι άλλες
οι άπειρες
στιγμές
που απομένουν

κορόιδα
της θλίψης
απομένουν
απομένουν
απομένουμε
.


άλλωστε
γιατί
νομίζεις
ότι υπάρχουν
παιδιά
;

για να αρθεί
το διακίωμα
του προσωρινού
με μια επίφαση
βιολογικού
κύρους
.

ρινίσματα γλυκιάς ζωής

ΙΙΙ.
Είμαι τόσο κουρασμένος γενικώς
τα πόδια μου πονούν
απο τη φρικη

θα θυμηθώ
να επιστρέψω
σκοτεινός

είμαι τόσο κουρασμένος
γενικώς...

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

Νέα κατάσταση, νέα καθήκοντα: ο αντικαπιταλιστικός χώρος απέναντι στον φασιστικό βραχίονα του κεφαλαίου.

Νέα κατάσταση, νέα καθήκοντα: ο αντικαπιταλιστικός χώρος απέναντι στον φασιστικό βραχίονα του κεφαλαίου.

Η ανάδυση της Χρυσής Αυγής στο πολιτικό στερέωμα.

Μέσα στην συνθήκη της κρίσης, όπου η επίθεση στα εισοδήματα της εργασίας, αλλά και στους όρους επιβίωσης και αναπαραγωγής των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων αποτελεί την βασική στρατηγική το κεφαλαίου, για να ανασυγκροτήσει την κερδοφορία του και να ενισχύσει την ηγεμονία του, η προώθηση της διαίρεσης και του διαχωρισμού των από κάτω μπορεί να διευρυνθεί στο βαθμό που ένας γενικευμένος πόλεμος όλων εναντίων όλων και η ένταση της ενδοταξικής βίας να φτάσει σε επίπεδα που να αδρανοποιεί την ταξική αντιπαράθεση και να αναιρεί τις όποιες κινηματικές διαδικασίες θα μπορούσαν να συμβάλουν στην κίνηση προς την κοινωνική χειραφέτηση από την κυριαρχία και την εκμετάλλευση του κεφαλαίου.

Από τον «κοινωνικό αυτοματισμό» της μιας κοινωνικής ή επαγγελματικής κατηγορίας απέναντι στην άλλη που με τόση επιτυχία εφαρμόστηκε από την εποχής της «ευδαιμονίας» της ισχυρής Ελλάδας, του Σημίτη, μέχρι τα σημερινά φαινόμενα του επίσημου κρατικού ρατσισμού, της ανόδου της φασιστικής επιρροής σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας έχει διανυθεί μεγάλη απόσταση σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα.

Πριν από 2 χρόνια όταν μπήκαμε ουσιαστικά στον κοινωνικό- οικονομικό- πολιτικό επιταχυντή της κρίσης κανένας δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή θα γινότανε κοινοβουλευτικό κόμμα και μάλιστα πλέον να καταγράφεται ως 3η δύναμη στις δημοσκοπήσεις.

Τι προηγήθηκε όμως της ανόδου του φασιστικού ρεύματος στο επίσημο πολιτικό στερέωμα;

Είναι η κίνηση κομματιών της κοινωνίας που προλεταροποιούνται και φτωχοποιούνται βίαια, και νιώθουν να χάνουν κάτω από τα πόδια τους το έδαφος της γκλαμουριἀς και του λάιφ στάιλ, της κατανάλωσης και του άκρατου ατομικισμού, χωρίς καμία συλλογική κοινωνική συγκρότηση, πέρα από τον γενικευμένο σταρχιδισμό και την υπέρτατη λατρεία της «πάρτης μου», πάνω στο οποίο τεχνηέντως (όχι με πολύ δυσκολία είναι αλήθεια) διολίσθαιναν με την αμέριστη ενθάρρυνση όλων των ιδεολογικών μηχανισμών του ηγεμονικού νεοφιλελευθερισμού, προς την υιοθέτηση της ιδεολογία της μισαλλοδοξίας, του μισανθρωπισμού. Είναι η εύκολη λύση που προσφέρουν οι φασίστες σ’ αυτά τα στρώματα να πατήσουν στο λαιμό εκείνους που είναι ακόμα πιο καταφρονεμένοι παρά να σηκώσουν το ανάστημα τους σ’ αυτούς που τους καταστρέφουν τις ζωές. Είναι η θρασυδειλία του «τσάμπα μάγκα» με τις πλάτες των μπάτσων και τη δικαστική ασυλία μαζί με την ψευδαίσθηση ότι έτσι μπορούν να ξαναβρούν την χαμένη αυτοπεποίθηση τους, που τους την κουρέλιασε το αφεντικό που τους απέλυσε, ο πολιτικός που αθέτησε τις υποσχέσεις του, το «σάπιο σύστημα» που αναίρεσε την αυτοεκπλήρωση τους μέσω της διαρκής κατανάλωσης, γενικά όλοι εκείνοι που αισθάνεται ότι πρόδωσαν την ανώδυνη και ανέξοδή πλαστική ευδαιμονία που του τάξανε.

Είναι η υιοθέτηση ολόκληρης της ρατσιστικής ατζέντας από το επίσημο αστικό πολιτικό κατεστημένο, στην προσπάθεια του να βγάλει από το κάδρο της λαϊκής δυσαρέσκειας τον εαυτό του και τις σκληρές αντιλαϊκές πολιτικές που οδηγούν στην κοινωνική κατάρρευση, παρουσιάζοντας τα αποτελέσματα αυτής της κατάρρευσης ως τα αίτια της. Είναι η εμπέδωση μέσω της επίσημης προπαγάνδας των μίντια και η «φυσικοποίηση» της αποδοχής μιας υπό- ανθρώπινης κατάστασης ύπαρξης των μεταναστών (προς το παρόν γιατί αύριο αυτή η υπό- ανθρώπινη κατάσταση μπορεί κάλλιστα να επεκταθεί στους τσιγγάνους, στους άστεγους, στους τοξικοεξαρτημένους, στους νοητικά ασθενείς, τους ανάπηρους, τους άνεργους κλπ) με «φυσικούς χώρους» τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα κάτεργα της αναγκαστικής εργασίας, τις σύγχρονές μορφές μαζικής εξόντωσης όσων περισσεύουν.

Είναι η ανάδυση νέων υλικών συμφερόντων και σχέσεων εξάρτησης και ταύτισης που συγκροτούνται γύρω από μορφές εγκληματικής οικονομίας και της διαπλοκής τους με τους φασιστικούς κύκλους, που έρχονται να αντικαταστήσουν τις παλαιού τύπου συγκροτήσεις των κοινωνικών συναινέσεων μέσων των διευρυμένων πελατειακών σχέσεων και των ψηγμάτων, του κατ’ ουσία ανύπαρκτού κοινωνικού κράτους. Είναι η συγκρότηση της Χ.Α. με την μορφή ενός πολιτικό- οικονομικού- εγκληματικού πλέγματος που από την μια διαπλέκεται με το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, προσφέρει προστασία με το αζημίωτο, και χτίζει έναν κομματικό έμμισθο στρατό τραμπούκων.

Είναι ότι μέσα από την ανάσυρση του φασιστικού κινδύνου και την αξιοποίηση των ιδεολογημάτων των «δύο άκρων» οι ιδεολογικοί απολογητές του καπιταλισμού προσπαθούν να απόνομιμοποιήσουν του κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες και την ριζική αμφισβήτηση των καπιταλιστικών σχέσεων και των πολιτικών τους εκφράσεων. Είναι η ελπίδα του πολιτικού συστήματος ότι ενισχύοντας την φασιστική βαλβίδα αποσυμπίεσης της λαϊκής οργής θα μπορέσει να αποπροσανατολίσει την αγανάκτηση του κόσμου προς κατευθύνσεις ακίνδυνες για την εξουσία του κεφαλαίου, χωρίς όμως να χάσει τον έλεγχο του πολιτικού παιχνιδιού και βρεθεί και η ίδια στο ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου και του εξιλαστήριου θύματος που αυτή την στιγμή επιφυλάσσει καταρχάς για τους μετανάστες, αλλά όχι μόνο.

Είναι η αμήχανη στάση της Αριστεράς αλλά και του ευρύτερου Αντικαπιταλιστικού χώρου μπροστά στην ριζική μεταμόρφωση της πραγματικότητας που συντελείται σε συνθήκες κρίσης. Μιας Αριστεράς που από την μια έκλεινε για χρόνια τα μάτια μπροστά στην ύπαρξη των φασιστών και της δολοφονικής τους δράσης, χωρίς καμία διάθεση να τους αντιμετωπίσει στο δρόμο και από την άλλη εξαντλούνταν σε μια αντιρατσιστική ρητορεία χωρίς όμως να προσπαθήσει ή να μπορέσει να συνδεθεί ουσιαστικά με τμήματα των ίδιων των μεταναστών.

Είναι ότι η αντιρατσιστική ρητορική έμενε σ’ ένα απλό διακηρυκτικό – ουμανιστικό επίπεδο, χωρίς η Αριστερά να αναλύσει τα ζητήματα που άνοιγε η βιοπολιτική διαχείριση των μεταναστευτικών ροών και των όρων διαβίωσης και εργασίας τους από την πολιτική εξουσία, χωρίς να προσπαθήσει να συγκροτήσει αξιόπιστές απαντήσεις και να δώσει με κινηματικό τρόπο χειροπιαστές λύσεις στα προβλήματα που δημιουργεί ακριβώς αυτή η βιοπολιτική διαχείριση από την μεριά του κράτους, καταρχάς στους ίδιους τους μετανάστες και στην συνέχεια στις γειτονίες και τους κατοίκους τους που δέχονται το βάρος αυτής της διαχείρισης.

Είναι ότι τμήματα του ευρύτερου Αντικαπιταλιστικού χώρου αντιμετώπιζε (και αντιμετωπίζει) την ελληνική κοινωνία συλλήβδην ως μια δεξαμενή ρατσιστικού μίσους, μισαλλόδοξου εθνικισμού και καταναλωτικού ναρκισσισμού, χωρίς να μπορεί να διακρίνει (πολλές φορές χωρίς καν να μπαίνει στον κόπο) εκείνες τις ρωγμές που δημιουργούσαν στην κυρίαρχή ιδεολογία και το εθνικό φαντασιακό οι ίδιοι οι κοινωνικοί & ταξικοί αγώνες και να εργαστεί προς την διεύρυνση τους.

Είναι που τα πιο μαχητικά αντιφασιστικά κομμάτια του Α/Α χώρου αντιμετώπισαν την αντιπαράθεση με τους φασίστες με βασικό κριτήριο την ένταση της βίας και όχι την διάχυση αυτής της αντιπαράθεσης σε ευρύτερα κομμάτια των αγωνιζόμενων και την απόκτηση πλατιών κοινωνικών ερεισμάτων.

Όλα όσα αναφέραμε παραπάνω είναι τα στοιχεία που συγκροτούν την συνθήκη της ανάδυσης της ναζιστικής άκρας δεξιάς στην Ελλάδα της κρίσης. Μια πολυσύνθετη κατάσταση η οποία δεν μπορεί να απαντηθεί με μονοσήμαντες αναγωγές και απλουστεύσεις.

Μεταναστευτικό: η πολυπλοκότητα πέρα από τις ιδεοληψίες.

Το μεταναστευτικό ζήτημα αποτελεί προνομιακό επίπεδο, στο οποίο μέσου τους ρατσιστικού λόγου και ακτιβισμού οι ναζιστές της Χ.Α. προσπαθούν να συγκροτηθούν ως «αντισυστημική» πολιτική δύναμη. Ο μεγαλύτερος ουραγός προς την εμπέδωση του ρατσισμού σε πλατιά κοινωνικά κομμάτια είναι η αποδοχή από την μεριά του ελληνικού κράτους (με το αζημίωτο φυσικά) του ρόλου της αναχαίτισης των μεταναστευτικών ροών προς την Ε.Ε. και της δημιουργίας ενός ολόκληρου οικονομικού κλάδου γύρω από αυτόν τον ρόλο, ο οποίος έχει οδηγήσει στον εγκλωβισμό μέσα στην χώρα δεκάδων ίσως και εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών και προσφύγων που μοναδικός τους στόχος είναι να μετακινηθούν προς την Δύση. Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η σχεδόν μηδενική χορήγηση πολιτικού ή ανθρωπιστικού ασύλου τα τελευταία 10 περίπου χρόνια σε πρόσφυγες που προέρχονται από χώρες που βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση ή που τα αυταρχικά καθεστώτα διώκουν τους πολιτικούς αντιπάλους, κοινωνικούς αγωνιστές, εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες, δεν σέβονται τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα των γυναικών, των ομοφυλόφιλων κλπ.

Έτσι στα μεγάλα αστικά κέντρα (κυρίως στην Αθήνα) και στις βασικές εξόδους προς την Ευρώπη (τα λιμάνια της Πάτρας και της Ηγουμενίτσας) εγκλωβίζονται μεγάλοι πληθυσμοί μεταναστών & προσφύγων χωρίς χαρτιά σε καθεστώς παρανομίας, αποκλεισμένοι από την δυνατότητα να βρουν εργασία και να εξασφαλίσουν τις στοιχειώδεις συνθήκες διαβίωσης. Αναγκασμένοι να ζουν σε άθλιες συνθήκες για να καταφέρουν να επιβιώσουν, όταν δεν δουλεύουν σαν σκλάβοι στα χωράφια και τα θερμοκήπια της αγροτικής παραγωγής και τις βιοτεχνίες- φυλακές φασόν, πέφτουν στα πλοκάμια διάφορών μαφιών με ιεραρχικά διάρθρωση, όπου στην κορυφή βρίσκονται πολύ ισχυρά οικονομικά συμφέροντα του μαύρου χρήματος με διαπλοκές διασυνδέσεις και σε μεγάλο βαθμό ταυτίσεις συμφερόντων με το «επίσημο» ελληνικό και διεθνές κεφάλαιο, το πολιτικό σύστημα, την αστυνομία κλπ, αλλά σε μεγάλο βαθμό διαρθρώνεται ιεραρχικά ανάμεσα και στους ίδιους τους μετανάστες .

Έτσι μια σειρά από «παρά- οικονομικές» δραστηριότητες με τζίρους μυθικά ποσά, όπως το εμπόριο ναρκωτικών, το λαθρεμπόριο τσιγάρων, την πορνεία, ακόμα και την διακίνηση των ίδιων των μεταναστών, τον έλεγχο των μικροπωλητών δημιουργεί σχέσεις οικονομικής εκμετάλλευσης, εξάρτησης, αλλά και συσσωμάτωσης και ένταξης σε μια «παράλληλη» κοινωνία που οι ρόλοι μιας σκληρής εσωτερικής εξουσιαστικής ιεραρχίας δεν μπορούν να προσδιοριστούν απλά με φυλετικά χαρακτηριστικά αλλά διαπερνάνε εγκάρσια και το σώμα των μεταναστών αλλά και των ντόπιων που απαρτίζουν αυτά τα μορφώματα.

Ξεπερνώντας τις ιδεοληψίες της θυματοποίησης των μεταναστών εν γένει ξεδιπλώνεται μπροστά μας μια πραγματικότητα το ίδιο εκμεταλλευτική και κυριαρχική όσο αυτή των ντόπιών αφεντικών και εξουσιών απέναντι στους μετανάστες εργάτες. Είναι όμως οι μετανάστες ( η μεγάλη τους πλειοψηφία χωρίς να ξεχνάμε την «ενδομεταναστευτική» εκμετάλλευση και εξουσία), στην πραγματικότητα ο τελευταίος τροχός της αμάξης, αυτών των τεράστιών κλάδων «οικονομίας», στα πρόσωπα των οποίων, όλα αυτά τα κυκλώματα γίνονται ορατά στην κοινωνία. Είναι οι μετανάστες όπου βρίσκονται στα «σημεία τριβής» αυτών των κυκλωμάτων με τον κοινωνικό ιστό και είναι αυτοί που στοχοποιούνται ως το ίδιο το κύκλωμα, ενώ τα μεγάλα και τα μεσαία ντόπια κεφάλια παραμένουν αόρατα να απολαμβάνουν τα κέρδη τους. Παρόλα αυτά τα «σημεία τριβής» είναι υπαρκτά όπως και τα τεράστια προβλήματα που δημιουργούνται γύρω από αυτά. Το να καταγγέλλεις μόνο ότι πίσω από αυτά βρίσκονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ντόπιοι οι οποίοι είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι, ή τους κατοίκους που ζουν σ’ αυτά τα «σημεία τριβής» ότι είναι ρατσιστές γιατί αυτό είναι στο εθνικό τους dna, δεν βοηθάει κατά κανέναν τρόπο να ανατρέψεις την συγκεκριμένη συνθήκη διάρρηξης του κοινωνικού ιστού.

Ούτε το κράτος με τις επιχειρήσεις σκούπα, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ούτε φυσικά η Χ.Α. με τα ρατσιστικά πογκρόμ και την προπαγάνδα του μίσους δεν έχουν στόχο να εξαφανίσουν αυτά τα σημεία τριβής αφού προϋπόθεση για αυτό θα ήταν να στραφούν ενάντια σε όλο αυτό το κύκλωμα της συμπληρωματικής (και όχι παρά) οικονομίας, στο οποίο είναι συμμέτοχοι και από το οποίο αποσπούν μεγάλα κέρδη. Ο στόχος τους είναι η βιοπολιτική και επικοινωνιακή του διαχείριση μαζί την αύξηση των οικονομικών και πολιτικών τους κερδών:

Α) Η δημιουργία ενός «εσωτερικού εχθρού» απέναντι στον οποίο να στραφούν τα φτωχοποιημένα λαϊκά στρώματα και η υπό προλεταριοποίηση μικροαστική τάξη. Η μετατόπιση των ευθυνών για την αύξηση της ανεργίας, την μείωση των μισθών, την διάλυση του ΕΣΥ όχι στην προσπάθεια του κεφαλαίου να αυξήσει την κερδοφορία του αλλά στους μετανάστες.

Β) Ο διαχωρισμός, και η αντιπαλότητα ανάμεσα στην διευρυμένη και υποτιμημένοι εργατική τάξη ώστε να μην μπορεί να ανασυνταχθεί ένα ισχυρό εργατικό κίνημα.

Γ) Ο εξαναγκασμός μέσω της παρανομοποίησης των μεταναστών να εργάζονται κάτω από το καθεστώς φόβου, διαρκούς επιτήρησης και απειλής της φυλάκισης και της απέλασης, και να αποδέχονται την εργασία στα σύγχρονα κάτεργα που από τα φραουλοχώραφα της Μανωλάδας επεκτείνονται σε όλο και πιο πολλούς τομείς της οικονομίας.

Δ) Οι αφόρητές πιέσεις στους ντόπιούς εργάτες να αποδέχονται όρους εκμετάλλευσης παραπλήσιους με αυτούς των μεταναστών στα νέου τύπου εργασιακά κάτεργα για ντόπιους που θα λειτουργούν καθ’ όλα νόμιμα κάτω από το καθεστώς των Ειδικών Οικονομικών Ζωνών .

Ε) Την διατήρηση ενός μεγάλου μέρους των μεταναστών, αλλά και το σπρώξιμο ενός μέρους των ντόπιων αποκλεισμένων από την επίσημη οικονομία, στην «συμπληρωματική»/ εγκληματική οικονομία και την εξάρτηση τους από τις οργανωμένες μαφίες. Την ταύτιση των ατομικών ιδιαίτερων συμφερόντων τους με τα συμφέροντα της ίδιας της μαφίας και όχι των ευρύτερων λαϊκών & εργατικών στρωμάτων, τα οποία εξυπηρετούνται πλέον μέσα σ’ ένα αντικοινωνικό και κανιβαλικό πλαίσιο, οδηγώντας μ’ αυτό τον τρόπο στην γενίκευση του κοινωνικού κανιβαλισμού στην διάρρηξη των δυνατοτήτων ανασυγκρότησης της εργατικής τάξης ως υποκείμενο αγώνα και την διεύρυνση μιας συνθήκης όπου οι από κάτω τρώνε τις σάρκες τους αντί να ανατρέψουν τους από πάνω.

Ζ) Την δημιουργία ενός τεράστιου πλέγματος οικονομικών συμφερόντων με υπόγειες διαδρομές και πολλαπλές εξαρτήσεις με ένα μεγάλο αποθεματικό το οποίο μπορεί να διοχετεύεται από την διαπλοκή και εξαγορά κρατικών λειτουργών & πολιτικών, δημιουργία ιδιωτικών στρατών, συγκρότηση «ιδιωτικού δικαίου» πελατειακών σχέσεων & ρουσφετιών μέχρι μορφές «κοινωνικής παρέμβασης» τύπου Χ.Α.

Θα λειτουργούσε παραμορφωτικά προς την πραγματικότητα εάν ισχυριζόμασταν, πως η συνθήκη που περιγράφεται παραπάνω αφορά όλους ή την μεγάλη πλειοψηφία των μεταναστών. Στην πραγματικότητα η σημαντική πλειοψηφία των μεταναστών που ζουν και εργάζονται σήμερα στην ελληνική κοινωνία δεν εντάσσεται σ’ αυτή μέσω των πλεγμάτων που περιγράψαμε παραπάνω. Πρόκειται για ανθρώπους που ζουν και εργάζονται πολλά χρόνια, πολλές φορές για δεκαετίες ολόκληρες στην Ελλάδα, με ένα μεγάλο κομμάτι πλέον να αποτελεί μετανάστες δεύτερης γενιάς που έχουν γεννηθεί σ’ αυτή την χώρα. Παρόλα αυτά δεν μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια μας μπροστά στην συγκεκριμένη τάση που γίνεται όλο και πιο δυναμική μέσα στις συνθήκες της κρίσης, μ’ ένα μεγάλο τμήμα των μεταναστών που ήταν ενταγμένοι στην «κανονική» οικονομία να επιλέγει τον επαναπατρισμό του λόγω ανεργίας, ένα άλλο να ταυτίζεται σε ρατσιστικές προκαταλήψεις (που καμία φορά φτάνουν στην ενεργό ένταξη στα κατά τα άλλα φυλετικά τάγματα εφόδου της Χ.Α.) με τους γηγενείς. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι παρά τον μειοψηφικό χαρακτήρα της στο σώμα των μεταναστών η συγκεκριμένη συνθήκη που περιγράψαμε παραπάνω είναι αυτή γύρω από την οποία αρθρώνονται τόσο η επίσημη κρατική ρατσιστική πολιτική, όσο και η διεύρυνση του ακροατηρίου που ασπάζεται την ρατσιστική & φασιστική ιδεολογία αλλά και πρακτική της Χ.Α. Άρα δεν μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια μας και να μην προσπαθήσουμε να εντάξουμε στην προβληματική και την ανάλυση μας τα παραπάνω στοιχεία. Στην αντίθετη περίπτωση απλά συμβάλουμε μέσω της τυφλότητας μας στην επικράτηση της νέας βαρβαρότητας του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.

Από τα «σημεία τριβής» στους «τόπους συνάντησης»

Αποτελεί επιτακτική ανάγκη να συγκροτήσουμε μια στρατηγική η οποία να μπορεί να είναι ανταγωνιστική και να αντιπαρατεθεί στους βιοπολιτικούς χειρισμούς της καπιταλιστικής εξουσίας. Mέσα στην κοινωνική συνθήκη που περιγράψαμε προηγουμένως από την μια ο φασισμός θα διευρύνει συνεχώς τα ερείσματα του, ενώ οι δυνατότητες για μια χειραφετητική κοινωνική προοπτική θα εκμηδενίζονται μέσα στον κατακερματισμό και την αντιπαλότητα των κοινωνικών (και πολιτικών) δυνάμεων που θα μπορούσαν να συμβάλουν σ’ αυτή.

Πρέπει να βαδίσουμε ενάντια στην μορφές βιοπολιτικής διαχείρισης της μεταναστευτικής συνθήκης. Απέναντι στα «σημεία τριβής» πρέπει να αναδείξουμε «τόπους» συνάντησης, συνύπαρξης και συγκρότησης κοινών υλικών συμφερόντων και ανασύστασης του κοινωνικού ιστού των από κάτω ντόπιων & μεταναστών, με στρατηγικό στόχο να ανασυστηθούμε ως ένας νέος Λαός, πέρα από εθνικούς, φυλετικούς, θρησκευτικούς, έμφυλους διαχωρισμούς και ταυτότητες, ως ένας λαός που κατοικεί σ’ αυτό τον τόπο και δημιουργεί αυτόν τον νέο κόσμο για να ζήσει μια άλλη ζωή.

Μια γενικόλογη αντιρατσιστική ρητορική με ταξική εσάνς είναι προφανώς ανεπαρκέστατη, πιο καταστροφικό όμως θα ήταν το μη άγγιγμα του ζητήματος ή η μετατόπιση του οπτικής πάνω στο ζήτημα από πρόβλημα κρατικό- καπιταλιστικής διαχείρισης της μετανάστευσης, σε πρόβλημα της μετανάστευσης καθεαυτό, πράγμα που θα οδηγούσε σε μια συντηρητική πολιτική μετατόπιση πάνω στο ζήτημα και μ’ έναν τρόπο που θα ακύρωνε όλη την προηγούμενη κριτική μας.

Δεν πρέπει να σταματήσουμε να διεκδικούμε την δυνατότητα απεγκλωβισμού όσων μεταναστών ενδιαφέρονται να πάνε σε άλλους προορισμούς, να αρνηθούμε την μετατροπή της χώρας σε ανάχωμα τον μεταναστευτικών ροών προς την Δύση και να μην δεχτούμε την ανάπτυξη μιας μορφής οικονομίας (επίσημής και «συμπληρωματικής») πάνω σ’ αυτόν τον ρόλο. Πρέπει να αντισταθούμε στην ουσιαστική κατάργηση της συνθήκης του πρόσφυγα, σε μια εποχή που οι συγκρούσεις στην Μέση Ανατολή ξεριζώνουν χιλιάδες ανθρώπους και που η ανθρωπιστική κρίση αύριο μπορεί να μετατρέψει σε πρόσφυγές τους ίδιους τους έλληνες.

Δεν μπορούμε παρά να συγκρουστούμε με τις μορφές της εγκληματικής «συμπληρωματικής» οικονομίας και να προσπαθήσουμε να ακυρώσουμε την ύπαρξη των «σημείων τριβής» που δημιουργούνται εξαιτίας της ύπαρξης τους. Αυτό δεν μπορεί να γίνει αντιγράφοντας λογικές περί «καθαρών πόλεων» κλπ, ούτε χωρίς να προσπαθήσουμε να κάνουμε ορατά τα συμφέροντα και τις διαπλοκές που υπάρχουν πίσω από αυτά τα «σημεία τριβής». Κομβικό ρόλο σ’ αυτή την κατεύθυνση θα παίξει η συμβολή μας στην συγκρότηση εναλλακτικών στις προηγούμενες, μορφών επιβίωσης των μεταναστών, στα πλαίσια των «τόπων αλληλέγγυας συνύπαρξης» και άρα ουσιαστικής «ακύρωσης- απενεργοποίησης» των «σημείων τριβής» . Δηλαδή να προσπαθήσουμε να δώσουμε πειστικές και έμπρακτες απαντήσεις στα προβλήματα υποβάθμισης των συνολικότερων όρων της ζωής μας, μεταναστών και ντόπιων , περιλαμβάνοντας και τους ίδιους τους μετανάστες ως ενεργό παράγοντα σ’ αυτή την διαδικασία.

Όπου κυριαρχούν οι πιάτσες της πρέζας και όπου κάνουν κουμάντο οι νταβατζήδες δεν μπορούν να αναδυθούν ούτε οι δομές κοινωνικής αλληλεγγύης ούτε τα εγχειρήματα αλληλέγγυας/ συνεργατικής οικονομίας, ούτε οι μορφές συνύπαρξης. Όπου οι μορφές εγκληματικής οικονομίας υπονομεύουν οποιαδήποτε δυνατότητα ανασύστασης του κοινωνικού ιστού, το αίτημα για ασφάλειά και δεσποτικό κράτος θα επανέρχεται χέρι χέρι μαζί με την μισαλλόδοξη και μισάνθρωπη ιδεολογία των φασιστών. Καμία κοινότητα υλικών συμφερόντων των από κάτω δεν μπορεί να συγκροτηθεί στο βαθμό που κάποιοι από τους από κάτω επιλέγουν να ταυτίσουν τα συμφέροντα τους με τις μαφίες (όπως οι απεργοσπάστες με τα αφεντικά τους, οι μισθοφόροι προλεταριακής καταγωγής με τους στρατηγούς κλπ), ή σωστότερα δεν μπορεί να συγκροτηθεί παρά σε ρήξη και σύγκρουση μαζί τους.

Πρέπει να επισημάνουμε ότι οι ίδιοι οι μετανάστες είναι ένα μεγάλο κοινωνικό δυναμικό το οποίο θα μπορούσε να έχει τεράστια συμβολή στην προσπάθεια ανασυγκρότησης της κοινωνικής και παραγωγικής ζωής προς μια χειραφετητική κατεύθυνση. Μπορούμε να φανταστούμε ότι εάν αυτό το δυναμικό περιθωριοποιείται συνεχώς ή με ένα «μαγικό» δηλαδή εφιαλτικό τρόπο εξαφανιστεί/ εξοντωθεί, τα αποτελέσματα θα ήταν το ίδιο καταστροφικά όσο είναι η διάλυση της αγροτικής παραγωγής κλπ.

Πρέπει να επιμείνουμε ότι οι μετανάστες μέσα από την ισότιμη κοινωνική τους ένταξη μπορούν να είναι παράγοντας κοινωνικής ευημερίας (όχι με την στενή καπιταλιστική της έννοια) πολλαπλασιάζοντας τις κοινωνικές ικανότητες και ταυτόχρονα την δυνατότητα για νέα απελευθερωτική κοινωνική δομή.

Αντίθετα με ότι ισχυρίζονται οι φασίστες και ο αστικός πολιτικός κόσμος μαζί με τα κανάλια, αν έφευγαν οι μετανάστες δεν θα μειωνόταν η ανεργία ούτε θα αναβαθμίζονταν οι κοινωνικές υποδομές ή οι λαϊκές γειτονίες. Αντίθετα, θα είχαμε μια ακόμα μεγαλύτερη ερημοποίηση του κοινωνικού και οικονομικού ιστού, η ύφεση και μαζί της η ανεργία θα μεγάλωναν, το έλλειμμα θα αυξανότανε και μεγάλοι τομείς τις οικονομίας όπως είναι τώρα διαρθρωμένοι θα κατέρρεαν (αυτό δεν σημαίνει ότι υπερασπιζόμαστε την συνέχιση αυτής της κατάστασης…).

Στην πραγματικότητα ούτε οι φασίστες ούτε το κράτος έχουν στόχο να εξαλείψουν τους μετανάστες και την μετανάστευση, ο στόχος τους είναι να παραμένει και να ενταθεί η βιοπολιτική και επικοινωνιακή τους διαχείριση. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην υπάρχουν μετανάστες φτιάχνοντας κάποια στρατόπεδα συγκέντρωσης χωρητικότητας το πολύ λίγων χιλιάδων , επαναπροωθώντας πίσω στις χώρες τους μερικές εκατοντάδες. Ούτε μπορούν να σταματήσουν ανθρώπους που ξέφυγαν από την φρίκη του πολέμου και τα βασανιστήρια δικτατορικών καθεστώτων, ο φράκτης στον Έβρο ή τα πογκρόμ των χρυσαυγιτών.

Με τη διατήρηση των μεταναστών σε μια κατάσταση άγριας εκμετάλλευσης, χωρίς καμία δυνατότητα διεκδίκησης, θέλουν να πετύχουν το καθεστώς παρανομοποίησης και ποινικοποίησης τους . Τον εύκολο χειρισμό τους τόσο στα πλαίσια της «επίσημης» όσο και της εγκληματικής «συμπληρωματικής» οικονομίας μέσα από την συνθήκη του φόβου και της διαρκούς επιτήρησης.

Η αυτοάμυνα των ίδιων των μεταναστών, των πολιτικών αντικαπιταλιστικών εγχειρημάτων, των κοινωνικών κινημάτων , αλλά και της αριστεράς κοινοβουλευτικής ή μη, απέναντι στην προσπάθεια να φασιστών να κυριαρχήσουν στους δρόμους, αλλά και να πλασάρουν για τον εαυτό τους την εικόνα των τρομακτικών και αήττητων «ταγμάτων εφόδου» είναι ένα κομβικό σημείο στο οποίο πρέπει να δοθεί η μέγιστή σοβαρότητα και προσοχή. Αντιγράφοντας την ρήση ενός ραβίνου θα προσπαθήσουμε να συμπυκνώσουμε αυτό που πρέπει να κάνουμε στο εξής:

«Αν δεν βοηθήσω εγώ τον εαυτό μου ποίος θα το κάνει; Εάν το κάνω μόνο εγώ τότε τι είμαι; ΑΝ ΟΧΙ ΤΩΡΑ, ΤΟΤΕ ΠΟΤΕ;» (…αν όχι κάποιες, πώς;)

Ο δρόμος είναι ένα από τα βασικά πεδία άσκησης της αντισυστημικής πολιτικής, σε περιόδους βαθιάς κρίσης, όπως αυτή που διανύουμε, ο ρόλος του αναβαθμίζεται. Είναι ένα πεδίο στο οποίο μπορεί να συμπυκνωθεί η οργή των λαϊκών στρωμάτων και να αποτελέσει εφαλτήριο απρόβλεπτων εξελίξεων, που θα ανατρέπουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τις επιλογές της καπιταλιστικής τάξης και των πολιτικών της επιτελείων. Αν η αστική τάξη στηρίζει άρρητα αλλά πολλές φορές ρητά τους φασίστες της Χ.Α. ( συνεργασία και επιχειρησιακή στήριξη από τις μονάδες καταστολής, δικαστική ασυλία και αρωγή από το δικαστικό σύστημα, υιοθέτηση και εφαρμογή της φασιστικής ατζέντας από το αστικό πολιτικό μπλοκ, προβολή και προώθηση των φασιστικών θέσεων από τα ΜΜΕ) αυτό δεν γίνεται καθόλου τυχαία. Είναι μια κίνηση που αποσκοπεί από την μια στον έλεγχο του δρόμου και την απενεργοποίηση του από πεδίο άρθρωσης της αντικαπιταλιστικής πολιτικής, των κοινωνικών και ταξικών αντιστάσεων και διεκδικήσεων και ευρύτερων ριζοσπαστικών ζυμώσεων στην κοινωνία. Ενώ από την άλλη μέσω του ιδεολογήματος των δυο άκρων θα συμβάλει στην «απονομιμοποίηση» των λαϊκών συγκρουσιακών διαθέσεων και τον ασφυκτικό περιορισμό της Αριστεράς στο πεδίο της «νομιμότητας».

Τον δρόμο δεν μπορούμε να τον εγκαταλείψουμε, ο δρόμος είναι απαραίτητος για την συγκρότηση του εδάφους των «τόπων συνάντησης». Όμως για να μπορέσουμε να κρατήσουμε τον δρόμο δεν φτάνει μονάχα (όσο απαραίτητη και εάν είναι) η συγκρουσιακή μας διάθεση και διαθεσιμότητα. Απαιτείται μια συνολικότερη στρατηγική «ανακατάληψης» και οικειοποίησης, στην οποία πολλές φορές οι ασύμμετρες πρακτικές & τακτικές, ως προς την κρατική καταστολή, φασιστική βία και μαφιόζική ιδιοποίηση, μπορεί να παίζουν πιο καταλυτικό ρόλο από την άμεση και «κατά μέτωπο» συγκρουσιακή αντιπαράθεση. Η φαντασία, η δημιουργικότητα και η έμπνευση μπορεί να συγκροτήσουν μορφές Δύναμης που να απενεργοποιούν την βία σε μεγαλύτερο βαθμό από το να αντιπαραθέσουμε απλά μια συμμετρική μορφή βίας από την δικιά μας μεριά. Γιατί η δικιά μας δυνατότητα έγκειται στο να υπάρχουν τα κοινωνικά υποκείμενα στον δρόμο, προκαλώντας ασυμμετρίες και όχι στην αντιπαράθεση συμμετρικών «μηχανισμών» βίας, πεδίο στο οποίο μάλλον δύσκολα θα έχουμε την υπεροχή από τον πολύμορφο αντίπαλο μας. Η συγκρότηση των Ομάδων Λαϊκής Αυτοάμυνας είναι απαραίτητη, όχι ως ένας αυτονομημένος μηχανισμός, αλλά ως συμπληρωματική δομή που θα διασφαλίζει την περιφρούρηση όσων περιγράψαμε παραπάνω.

Ο ιδεολογικός αντιφασιστικός αγώνας δεν πρέπει να στοχεύει τόσο στην επίκληση της μνήμης από την θηριωδία του φασισμού ( χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπαίνουμε σε μια διαδικασία λήθης), όπως την βίωσαν οι λαοί στο μεσοπόλεμο και τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, αλλά στην ανάδειξη της συμπληρωματικότητας του φασισμού, ως προς την βαθιά καπιταλιστική αναδόμηση που επιχειρείται μέσω της κρίσης. Να στοχεύει στην αποδόμηση του υποτιθέμενου αντισυστημικού της ρόλου (πόσους τραπεζίτες και μεγαλοεπιχειρηματίες έδειρες σήμερα χρυσαυγίτη;), να αναδεικνύει το πόσο βαθιά συστημική είναι η Χ.Α. (π.χ. πρόταση Χρυσής Αυγής για πρόσθετες φοροαπαλλαγές στους εφοπλιστές). Είναι αναγκαίο να καταρρίπτουμε συνεχώς τον μύθο της «αντισυστημικής» Χ.Α. και να αναδεικνύουμε την συμπληρωματικότητα της με το πιο βάρβαρο και άγρια εκμεταλλευτικό πρόσωπο του σύγχρονού καπιταλισμού. Ο φασισμός δεν είναι μια «παρεκτροπή» της αστικής δημοκρατίας , είναι η επιλογή του κεφαλαίου σε συνθήκες ολοκληρωτικής ταξικής επίθεσης στα λαϊκά στρώματα. Είτε καθολική με την συγκρότηση φασιστικών καθεστώτων, είτε συμπληρωματική με την ενίσχυση των φασιστικού βραχίονα καταστολής των ταξικών & κοινωνικών αγώνων και διαίρεσης των από κάτω.

Επειδή όμως ο φασισμός είναι μια ιδεολογία που πέρα από το «λογικό» και το «πολιτικό» χειρίζεται το θυμικό και το ένστικτό, ο ιδεολογικός αγώνας πρέπει να μεταφερθεί και στο πεδίο της «κουλτούρας». Από την μια μεριά η ανασύσταση της ιστορικότητας του αντιφασιστικού αγώνα και η ανάδειξη των ριζωμάτων του στην ιστορία του λαού αυτού του τόπου (είμαστε όλοι εδώ κομμουνιστών εγγόνια…) αλλά και η καλλιέργειας μια βαθιάς πολύ-επίπεδης αντιφασιστικής κουλτούρας που θα μπορεί να βρίσκει ερείσματα και δίαυλους επικοινωνίας με την νεολαία ( αντιφά μουσικές μπάντες και συναυλίες, αντιφά κόμικς, και ταινίες, ταύτιση των φασιστών με τους ανεγκέφαλούς μισαλλόδοξους σε αντιπαράθεση με μια αντιφασιστική κουλτούρα δραστήρια, δημιουργική ευφυή, που θα εδράζεται στην πολυσυλλεκτικότητας της σύνθεσης της σημερινής μαθητικής νεολαίας).

Μέσα στην αμείλικτη πραγματικότητα που ζούμε δεν έχουμε την δυνατότητα να κάνουμε ούτε βήμα πίσω, έχουμε όμως την ικανότητα να βαδίσουμε τα σωστά βήματα προς τα μπρος;
ΟΥΤΕ ΒΗΜΑ ΠΙΣΩ, η συστημική Χρυσή Αυγή να σαρωθεί απ’ τον πολύπλευρο αγώνα μας.

Κώστας Σ.

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ - ΕΚΔΗΛΩΣΗ του βιβλίου του Abel Paz "Ταξίδι στο Παρελθόν" απο τις εκδόσεις Κουρσάλ στο Belleville

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ - ΕΚΔΗΛΩΣΗ 


Οι |συνεργατικές εκδόσεις| "Κουρσάλ" σας προσκαλούν στην εκδήλωση για την παρουσίαση του βιβλίου του Abel Paz, "Ταξίδι στο παρελθόν", το οποίο εκδόθηκε πρόσφατα. Η παρουσίαση και η συζήτηση θα λάβουν χώρα στο συνεργατικό cafe-bar βιβλιπωλείο "Belleville Sin Patron" |Φιλίππου 80-82, περιοχή Ροτόντα, Θεσσαλονίκη|, την ΔΕΥΤΕΡΑ 22 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ, στις 20.00 το απόγευμα. 

Μαζί μας θα είναι να μιλήσουν και να συζητήσουν για το βιβλίο, τον συγγραφέα και την ιστορία, οι:

Σπύρος Μαρκέτος [καθηγητής του τμήματος πολιτικών επιστημών ΑΠΘ]
Λουκής Χασιώτης [καθηγητής του τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας ΑΠΘ]
Νίκος Νικολαϊδης [μεταφραστής του βιβλίου]
Άγγελος Ασλανίδης [συνεργατικές εκδόσεις "Κουρσάλ"]

* θα ακολουθήσει ζωντανή εκτέλεση επαναστατικών ισπανικών τραγουδιών του εμφυλίου.
Περισσότερες λεπτομέρειες για το βιβλίο εδώ.




Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

Πρόλογος για τη δεύτερη έκδοση του βιβλίου "Ταξίδι στο Παρελθόν" του Abel Paz

«Ο βασικός σκοπός μιας επανάστασης είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου, 
και όχι η ερμηνεία ή η εφαρμογή κάποιας αφηρημένης ιδεολογίας». 
[Jean Genet] 

Η ιστορία της Ισπανικής Επανάστασης μοιάζει θαρρώ με μια χούφτα άμμο. Όσο κι αν προσπαθείς να σώσεις έστω και μερικούς κόκκους από την πολύτιμη κληρονομιά της, αυτοί βρίσκουν τον τρόπο και γλιστράνε μέσα από τα χέρια της ανθρωπότητας. 

Σε αυτό το συμπέρασμα με οδήγησε μια ακολουθία παρατηρήσεων. Πρώτα απ’ όλα η απέραντη σιωπή που βασίλευε επί δεκαετίες γύρω από το θέμα. Μια μυστήρια -ιστοριογραφική και όχι μόνο- σιωπή, βοηθούσε να πυκνώνουν τα σύννεφα άγνοιας γύρω από τα όσα εξελίχθηκαν στην καρδιά των χρόνων του μεσοπολέμου σε ένα κομμάτι γης από αυτό που ονομάστηκε Ιβηρική Χερσόνησος. 

Κι αν τα χρόνια της δικτατορίας του Φράνκο, δικαιολογούσαν μέχρι ενός σημείου αυτή την ιδιόμορφη σιωπή, η συνέχισή της και μετά την ισπανική μεταπολίτευση επανατοποθετούσε το ερώτημα σε νέες βάσεις, ειδικότερα μετά τη σχεδόν καθολική συναίνεση πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που απέσπασε το νέο δημοκρατικό καθεστώς και αφορούσε την τήρηση της “omerta” γύρω από θέματα που αφορούν στον «εμφύλιο πόλεμο». 

Αυτή η προβληματική αναδείχθηκε ακόμη περισσότερο σε ότι αφορά τις δημοσιεύσεις γύρω από το θέμα στην Ελλάδα. Από τον μεγάλο όγκο, που τα τελευταία χρόνια μόνο κατόρθωσε να δει το φως της δημοσιότητας, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μόνο μερικές δεκάδες τίτλοι έχουν καταφέρει να βρουν την ελληνική τους μετάφραση τα τελευταία 35 χρόνια. Αυτή η κατάσταση μοιάζει αντιφατική εάν αναλογιστεί κανείς ότι κάθε άλλο παρά μικρό ήταν -και είναι- το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού για τα μεγάλα γεγονότα, τους πολέμους, τα πειράματα και τις επαναστάσεις, του προηγούμενου αιώνα. Το καταμαρτυρούν άλλωστε οι χιλιάδες τίτλοι που έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί στην ελληνική γλώσσα. 

Η Ισπανική Επανάσταση νομίζω ξεφεύγει από αυτό τον κανόνα, και όχι τυχαία. Η Ισπανική Επανάσταση, είναι, να το πούμε έτσι, «το κακό παιδί των επαναστάσεων». Πρώτα απ’ όλα δεν χωρά σε κανέναν άξονα του μεταπολεμικού-ψυχροπολεμικού κόσμου. Κανένα στρατόπεδο όσο «φιλελεύθερο» ή «επιστημονικά σοσιαλιστικό» κι αν δήλωνε δεν ήθελε να την θυμάται. Ακριβώς γιατί οι επαναστάτες που πήραν μέρος στη σύγκρουση των χρόνων μεταξύ 1936-1939, και στην ανοικοδόμηση της ζωής μέσα σε συνθήκες πολέμου μισούσαν βαθιά όλα τα στρατόπεδα, καθώς επίσης και την στρατοπεδευμένη γνώση που αυτά φέρουν μαζί τους. 

Η παρουσία του Ισπανικού Αναρχικού Κινήματος, όχι ως μια αμελητέα ποσότητα, αλλά ως μια ριζωμένη λαϊκή κουλτούρα χειραφέτησης, δεν επέτρεψε κανενός είδους ιστοριογραφικό «μοντάζ», στις μονταζιέρες των παραγωγών προκατασκευασμένων ιστορικών αφηγήσεων. Αν και δεν έλειψαν οι απόπειρες μιας προκρούστειας λύσης, ώστε να καταγραφούν όσα χωράνε και να αποσιωπηθούν όσα ξεφεύγουν από τα κυρίαρχα πλαίσια διαμόρφωσης αντίληψης για τον κόσμο. 

Τί όμως ήταν τελικά αυτό το οποίο δεν μπορούσε να ειπωθεί; Που για όλους τους εξουσιαστικούς θεσμούς θα ήταν καλύτερο να μείνει σε μια ξεχασμένη ρωγμή του χρόνου, ως μια ανέφικτη ουτοπία ή σαν έναν ξεγέλασμα των καιρών; 

Ήταν απ’ ότι μπορούμε να πούμε εκμεταλλευόμενοι την ασφάλεια της απόστασης από τα γεγονότα, ο ίδιος ο σκοπός της Ισπανικής Επανάστασης, καθώς επίσης και τα μέσα, οι διαδικασίες και οι τρόποι με τους οποίους προσπάθησαν να την ξεγεννήσουν οι καταπιεσμένοι. 

Στην Ισπανία η Επανάσταση δεν εμφανίστηκε ως μια τυχοδιώκτρια που μπαλώνει απλά τα κενά των προηγούμενων συγκρούσεων σε επίπεδο εξουσίας. 

Ήρθε όσο πιο συνειδητά μπορεί να έρθει μια διαδικασία που μιλά για έναν άλλο κόσμο, για μια ολότελα διαφορετική ζωή, αφού είχε επωαστεί για χρόνια περισσότερο στις καρδιές παρά στα μυαλά των φτωχών. Είχε προλάβει να θρέψει μερικές γενιές μετά από εκείνο το μυθιστορηματικό ταξίδι του Faneli κάπου στα μέσα του 19ου αιώνα, το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί κι ως το «πέταγμα της πεταλούδας» για το επαναστατικό κίνημα της Ισπανίας. 

Η Επανάσταση στην Ισπανία είχε συνείδηση του εαυτού της. Αυτό σημαίνει ότι γνώριζε ότι θα έχει να διαβεί τον δύσκολο δρόμο, αυτόν που παίρνει όποιος θέλει να μιλήσει για τον άνθρωπο και έχει οδηγό τον ίδιο τον άνθρωπο. Η Επανάσταση ήθελε να καλυτερέψει τις ζωές των ανθρώπων, με κριτήριο όμως τους ίδιους τους ανθρώπους και τι μπορούν να κάνουν αυτοί για τους εαυτούς τους, και αυτό την κάνει εντελώς ιδιαίτερη. Στην Ισπανία δεν υπήρξε θεός να ορίσει τη ζωή των ανθρώπων, οι δούλοι του μοναχά που βρέθηκαν στην αντίπερα όχθη της σύγκρουσης. Στην Ισπανία δεν υπήρξαν ούτε οι μεγάλες ιστορικές νομοτέλειες να βάλουν τη ζωή στο σωστό κανάλι, οι οπαδοί τους μοναχά, που βρέθηκαν επίσης έμμεσα στην αντίπερα όχθη. 

Η Ισπανική Επανάσταση, πυροδοτημένη από την ανάγκη, έγινε από φτωχούς ανθρώπους, χωρίς την καθοδήγηση από τους διανοούμενους και τη «δεσποτεία» των επαγγελματικών στελεχών. Στηρίχτηκε ολόψυχα από τους ανδαλουσιανούς «χιλιαστές» αγρότες της «Ιδέας» που αγαπούσαν τη γη όχι όμως τα σύρματα που την χωρίζουν, και τους μπαρουτοκαπνισμένους καταλανούς αναρχικούς εργάτες που ξέρανε ότι το να πάρουν τα εργοστάσια στα χέρια τους, είναι αναγκαία προϋπόθεση για μια καλύτερη και πιο λεύτερη ζωή, όμως ήξεραν ήδη, ότι ποτέ δεν θα είναι πραγματικά ελεύθεροι εάν δεν προσπαθήσουν να λύσουν όλα τα προβλήματα που γεννούν οι σχέσεις εξουσίας μέσα στην κοινωνία. Με αυτό το δυναμικό η Ισπανική Επανάσταση δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει απλά και μόνο για να ερμηνεύσει ή να εφαρμόσει ένα κλειστό ιδεολογικό σχήμα. Δεν θα μπορούσε επίσης να είναι απλά «φιλελεύθερη» σε έναν κόσμο που θρέφει την ανισότητα, γι’ αυτό ήταν ελευθεριακή. 

Σήμερα έχουν περάσει 76 ολόκληρα χρόνια από την ημερομηνία έναρξης της Ισπανικής Επανάστασης, και φαίνεται ότι όπως θα έλεγε και ο Sousa Santos «το μέλλον δεν είναι αυτό που ήταν παλιά» . Όλα μοιάζουν να δικαιώνουν αυτή την αποστροφή, την οποία οι νικητές έτρεξαν πρόσφατα να ανακηρύξουν ως «τέλος της ιστορίας». Αυτή η αλαζονεία εάν δικαιολογείται από κάπου είναι από τη δύναμη που έχει σήμερα ο καπιταλισμός να ελέγχει τα όρια της σκέψης για το πώς θα μπορούσε να είναι ο κόσμος αύριο. 

Είναι γεγονός ότι τα χειραφετητικά κινήματα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο έχουν χάσει σε μεγάλο βαθμό την προοπτική ενατένισης ενός διαφορετικού αυριανού κόσμου. 

Σήμερα όμως παρατηρούμε, ότι οι λόγοι που έκαναν τους παλιούς επαναστάτες να αγωνίζονται είναι παρόντες και μάλιστα ακέραιοι. Οι ανισότητες βαθαίνουν, μαζί τους ζυμώνονται διαρκώς και τα υλικά τα οποία θα χρησιμοποιήσουν οι καταπιεσμένοι σε ολόκληρο τον κόσμο για να αντισταθούν στη βαρβαρότητα, την αδικία, την ανισότητα. 

Και κάπου εδώ αυτό το βιβλίο ξαναγίνεται σύγχρονο. Παίρνει ξανά τη θέση του σαν μια ιστορία που θα μπορούσε να εξιστορεί σήμερα ένας ανθρακωρύχος από τις Αστούριες. Επίσης αναδεικνύει τη χρησιμότητα του, που δεν είναι άλλη από το να θυμίσει τα καλύτερα από τα υλικά της επανάστασης που διάλεξαν οι επαναστάτες του προηγούμενου καιρού, ώστε να οραματιστούν μια κοινωνία ισότητας και αλληλεγγύης, σε όλα τα επίπεδα, με βάση τον άνθρωπο. 

Να υπενθυμίσει ότι πάντοτε υπήρχαν -και υπάρχουν- άνθρωποι που πιστεύουν ότι είναι ικανοί να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους, να ζήσουν χωρίς αφεντικό, χωρίς κυβερνήτη, χωρίς θεό -μπας και ξεφορτωθούν και τον παπά μαζί του-, χωρίς αρχηγό, χωρίς γραφειοκράτη, χωρίς κίτρινους συνδικαλιστές, χωρίς πέμπτες φάλαγγες, ότι χωρίς όλους αυτούς, η κοινωνία είναι ικανή να μεταμορφώσει τον ίδιο τον εαυτό της σε μια νέα κατάσταση που θα εκλείψει η εκμετάλλευση και η καταπίεση, ώστε να αναβλύσει η ελευθερία σε όλα τα επίπεδα. 

Αυτή τη θρυμματισμένη εικόνα, μιας ανολοκλήρωτης ελευθερίας μας φέρνει ο Abel Paz, μέσα από το «ταξίδι στο παρελθόν», μέσα από την αναμόχλευση των αναμνήσεων μιας ζωής, που βιώθηκε πάνω στις αξίες και τις λέξεις που δίνουν πνοή σε αυτό το βιβλίο. Αυτή την ανάμνηση της ζωντανής εμπειρίας έρχεται να απιθώσει στα χέρια των αναγκών του παρόντος το υπέροχο βιβλίο του Paz. Είναι ότι πολυτιμότερο έχει να δώσει το παλιό κίνημα στο καινούργιο, είναι η ψυχή, ο λογισμός και το όνειρο, που μπορεί να ξαναζωντανέψει, ειδικά σε αυτές τις αποτρόπαιες συνθήκες του καλλιεργούμενου μίσους για τον άνθρωπο, την απαραίτητη φαντασία με την οποία θα διαδηλώσουμε την ελπίδα, ότι μπορεί να δικαιωθεί το παρελθόν μόνο σε ένα μελλοντικό βασίλειο ελευθερίας. 



Το βιβλίο αυτό εκτός από την ιστορία που περιγράφει έχει για εμάς και μια δική του ιδιαίτερη ιστορία, ειδικά η δεύτερη αυτή έκδοση του, που αποτελεί την πρώτη εκδοτική απόπειρα των Συνεργατικών Εκδόσεων «Κουρσάλ[1]». Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο προσπαθούμε αυτή την έκδοση εδώ και αρκετό καιρό, αλλά εξ’ αιτίας προβλημάτων που μπορούν να υποθέσουν όσοι έχουν εμπλακεί σε κινηματικές διαδικασίες μόνο τώρα έγινε κατορθωτό να φτάσει στο τυπογραφείο. Για εμάς που αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε αυτό το νέο εκδοτικό εγχείρημα, το βιβλίο αυτό σημαίνει ακόμα περισσότερα, καθώς αισθανόμαστε ότι συμμετέχουμε ως άλλος ένας κρίκος στην δύσκολη διαδικασία διάσωσης της μνήμης και της ελευθεριακής κληρονομιάς. 

Προσπαθούμε να πιάσουμε το νήμα του ονείρου της ομάδας των “Solidarios”, να γεμίσουν δηλαδή οι πόλεις με ελευθεριακές εκδόσεις και βιβλιοθήκες, και αλλάζοντας τόπο και χρόνο να συναντήσουμε τη «Διεθνή Βιβλιοθήκη» του Χρ. Κωνσταντινίδη, που άνοιξε το δρόμο στη δύσκολη περίοδο της μεταπολίτευσης για τη διάσωση και διάδοση των ελευθεριακών ιδεών, και να μοιραστούμε το στοίχημα αυτό με τους υπόλοιπους συντρόφους που το φέρουν σε πέρας τα τελευταία χρόνια μέσα από παρόμοια εγχειρήματα. Χαιρόμαστε ιδιαίτερα που καταφέραμε να επανεκδώσουμε ένα βιβλίο που την πρώτη του έκδοση είχε αναλάβει μια από τις πιο ενδιαφέρουσες αναρχικές εφημερίδες, η εβδομαδιαία εφημερίδα «Άλφα», και προσπαθούμε να συμπληρώσουμε το έργο που είχε αφήσει στη μέση, την διάχυση της πολιτικής αντίληψης του κοινωνικού αναρχισμού. 

Τέλος νοιώθουμε έστω και με μια δόση αυταπάτης ότι κατορθώσαμε έστω και για λίγο με την επανέκδοση του βιβλίου του Abel Paz “Viaje al Pasado” να κρατήσουμε στη χούφτα μας έστω και για λίγο μερικούς από τους χρυσαφένιους κόκκους της ιστορίας της Ισπανικής Επανάστασης, η οποία θα συνεχίσει να ξεφεύγει από τα χέρια μας γιατί αυτή είναι η μοίρα των πραγματικών επαναστάσεων που δεν βάλτωσαν στη στασιμότητα, η κίνηση, η ζωή η εξέλιξη. 


Άρης Τσιούμας 

για τις εκδόσεις «Κουρσάλ» 
Σεπτέμβρης 2012 


[1] To «Κουρσάλ», ήταν το όνομα του πρώτου πλωτού κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος λειτουργούσε μέσα σε ένα καραβάκι στο λιμάνι της πόλης, κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Επίσης «Κουρσάλ» τιτλοφορείται το ντοκυμαντέρ που γύρισε το 2006 ο Ν. Θεοδοσίου, στο οποίο περιγράφεται η ζωή του αγωνιστή του μεσοπολεμικού εργατικού κινήματος Γιάννη Ταμτάκου.

To Belleville για τη νέα έκδοση του Abel Paz


Μόλις Κυκλοφόρησε


από τις |συνεργατικές εκδόσεις|«Κουρσάλ» το βιβλίο του Ισπανού αναρχικού αγωνιστή Abel Paz«Ταξίδι στο Παρελθόν». Πρόκειται για την δεύτερη έκδοση αυτού του εξαντλημένου αριστουργήματος, το οποίο είχε πρωτοκυκλοφορήσει τον Ιούνη του 1996 από την εβδομαδιαία αναρχική εφημερίδα "Άλφα". 

Το βιβλιοπωλείο του “Belleville Sin Patron”υποστηρίζοντας στην πράξη το νέο συνεργατικό εκδοτικό εγχείρημα, και με την πολύτιμη υποστήριξη όλων σας, κατάφερε να συμβάλλει οικονομικά στην έκδοση ενός τίτλου με ελευθεριακό περιεχόμενο -όπως ήταν και ο πρωταρχικός του στόχος- πολύ νωρίτερα από ότι θα μπορούσε να υπολογίζει, με την παραχώρηση των εσόδων από τις πωλήσεις των βιβλίων. 

Παράλληλα θέλοντας να αναβαθμίσουμε την λογική της συνεταιριστικής παραγωγής και της εργατικής αυτοδιαχείρισης, προσπαθώντας να καλύψουμε όλα τα στάδια από την παραγωγή στη διανομή το βιβλιοπωλείο του “Βelleville sin patron” αναλαμβάνει την κεντρική διάθεση του βιβλίου, σε συνεργασία με τις |συνεργατικές εκδόσεις| «Κουρσάλ», πετυχαίνοντας και την μείωση του κόστους.

Η εργατική αυτοδιαχείριση με αυτοοργάνωση και άμεση δημοκρατία αποτελεί για μας το διαρκές στοίχημα της εμπράγματης επαναστατικής καθημερινότητας. Δημιουργούμε νέους συνεταιρισμούς, με άμεση δημοκρατία, αντί-ιεραρχία, ισότητα. Διδασκόμαστε την κουλτούρα της άρνησης της εντολής του κεφαλαίου, διαμορφωνόμαστε μέσα σε παραγωγικές σχέσεις «χωρίς αφεντικό».

Εδραιώνουμε την εργατική αυτοάμυνα ως εφαλτήριο για την κοινωνική αντεπίθεση μέχρι τη γενικευμένη κοινωνική αυτοδιεύθυνση. Μπορούμε συλλογικά, να επιτεθούμε στο υπάρχον, με την αυτοοργάνωση την δημιουργία δομών, την αλληλεγγύη την αυτοδιαχείριση.


η συνέλευση των εργαζομένων του συνεργατικού
Café-bar βιβλιοπωλείου “Belleville Sin patron”

Ταξίδι στο παρελθόν, απο τις εκδόσεις Κουρσάλ...

Ανακοίνωση για την έκδοση του βιβλίου του Abel Paz «Ταξίδι στο Παρελθόν»

Οι συνεργατικές εκδόσεις «Κουρσάλ» ενημερώνουν το αναγνωστικό κοινό για την επανέκδοση του εξαντλημένου από το 1996 βιβλίου του Abel Paz “Ταξίδι στο Παρελθόν». Η μαρτυρία της επαναστατικής ανάμνησης του αναρχικού αγωνιστή αποτελεί την πρώτη εκδοτική απόπειρα του νεοσύστατου εκδοτικού μας εγχειρήματος. Η κεντρική διάθεση θα γίνεται από 4 Οκτωβρίου από το συνεργατικό “BellevilleSinPatron”, | Φιλίππου 80-82, Ροτόντα – Θεσσαλονίκη |, ενώ σε λίγες μέρες θα καλυφθεί και η πανελλαδική διανομή του βιβλίου.

Το αμέσως επόμενο διάστημα θα αναρτηθούν τα διάφορα σημεία ανά την Ελλάδα που μπορείτε να προμηθεύεστε το βιβλίο.

Τίτλος: «Ταξίδι στο παρελθόν»

Συγγραφέας: “Abel Paz”

Πρώτη έκδοση: αναρχική εφημερίδα «Άλφα», Ιούνιος 1996

Μετάφραση: Νίκος Νικολαϊδης

Δεύτερη έκδοση: «Συνεργατικές Εκδόσεις «Κουρσάλ»,

Θεσσαλονίκη Οκτώβριος 2012

Κεντρική διάθεση από το βιβλιοπωλείο του συνεργατικού Café-bar “Belleville Sin Patron”, |Φιλίππου 80-82, Ροτόντα|

Σελίδες: 397

Τιμή: 10E [από το κεντρικό σημείο διάθεσης]

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2012

Οι «ραβίνοι» των «γραφείων αλληλοβοήθειας» ή ποιος φοβάται την Αυτοδιαχείριση.

Οι «ραβίνοι» των «γραφείων αλληλοβοήθειας»
ή ποιος φοβάται την Αυτοδιαχείριση.


Του Άρη Τσιούμα

Ήρθε λοιπόν η εποχή, -ή καλύτερα επιστρέφει δειλά-, όπου οι λέξεις θα ξαναποκτήσουν το χαμένο νόημα. Μοιάζει να πλησιάζει διαρκώς η στιγμή όπου μέσα από το βίαιο ξεπέρασμα της πλαστικής ευμάρειας, θα προκύψουν ξανά τα αντίπαλα στρατόπεδα. 

Σε αυτές τις εποχές, και με βάση τις ιστορικές νίκες και ήττες, τα συμπεράσματα και τους αφορισμούς, θα κληθούμε να εξοπλίσουμε ξανά την επαναστατική κληρονομιά, όχι ως καπρίτσιο αλλά ως ανάγκη για λύσεις στα προβλήματα των φτωχών. Αυτό είναι που θα πρέπει να μας ενδιαφέρει, αυτό μας ενδιαφέρει γιατί αυτό ενδιαφέρει τον λαό. Ο επανακαθορισμός της ορθής διαλεκτικής της επαναστατικής στάσης διεκδικεί την ανατροπή, όχι ως ουτοπία, ως έφοδο ενός απογεύματος, αλλά ως καθημερινή διαλεκτική της άρνησης στο υπάρχον με την κατάφαση της δημιουργίας του νέου μέσα στο παλιό. Πασχίζουμε να ξανακάνουμε την επανάσταση πραγματική διαδικασία. 

Η ήττα, από τη μια μεριά, της συνδιαλλαγής άνευ όρων, αλλά και της πτώσης των νομοτελειών από το ύψος του υπαρκτού στο βόρβορο του ανύπαρκτου, σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα της πιο συγκροτημένης και εξοντωτικής επίθεσης που έχει εξαπολύσει το κράτος και το κεφάλαιο εις βάρος του κόσμου της εργασίας, αφήνει να διαφανεί η μειοψηφική -προς ώρας- αλλά υπαρκτή με την έννοια αλλά και την αισθητική του ενστικτώδους, επιλογή της αυτοοργάνωσης, ως δομή, και το πρόταγμα της αυτοδιαχείρισης ως εμπράγματης διαλεκτικής της καθημερινής επαναστατικότητας. 

Μπροστά σε αυτή την δίοδο που ανοίγει μπροστά στα μάτια των πιο προωθημένων εργατών, στέκεται μια ετερόκλητη λυκοσυμμαχία των προθύμων που τους φράζει το δρόμο. Η παρουσία τους εκεί δεν είναι τωρινή ούτε πρωτόφαντη. Ήταν πάντα εκεί. Το ότι αυτή η πραγματικότητα δεν είχε παρατηρηθεί επαρκώς οφείλεται στην απουσία της προοπτικής της κοινωνικής χειραφέτησης, καθώς οι φωνές και οι πράξεις των φορέων της θάβονταν μεθοδικά κάτω από τόνους «εθνικής ασφάλειας», «διαρκούς ανάπτυξης», «διευρυμένης συναίνεσης», «εκσυγχρονισμένης καταστολής», «ανεξάρτητης δημοσιογραφίας», και λοιπών σκουπιδιών και παραγώγων της προηγούμενης διαχείρισης, η οποία υπήρξε ο θάλαμος αναμονής για τούτη εδώ την εποχή των δολοφόνων.

Αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αξίζει να σημειωθεί και σε αυτό το σύντομο άρθρο είναι το εύρος αλλά και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά όλων αυτών -και του καθένα ξεχωριστά- που στελεχώνουν τη συμμορία η οποία προσπαθεί με χίλιους τρόπους να αρνηθεί την οποιαδήποτε προοπτική χειραφέτησης της εργατικής τάξης με οποιοδήποτε κόστος. 

Αρχικά, στη φυσική τους θέση βρίσκονται η δεξιά η ακροδεξιά, η αριστερή δεξιά και οι λοιποί παρατρεχάμενοι. Όσοι σήμερα συγκροτούν την κυβέρνηση γνωρίζουν πολύ καλά και τι διακυβεύεται αλλά και τι έχουν να περισώσουν. Με κάθε κόστος πρέπει να περισωθούν τα κέρδη των αφεντικών, καθώς επίσης και την αναπαραγωγή της εκμετάλλευσης με εντονότερους ρυθμούς. Είναι οι εγγυητές που θα διασφαλίσουν ότι αυτή η διαδικασία διαρκούς εξαθλίωσης και εκμετάλλευσης δεν πρόκειται να ανατραπεί από την έφοδο των εργατικών μαζών και των ανέργων στο προσκήνιο, μέσω μιας αυτόνομης πολιτικής που θα έχει κέντρο τα συμφέροντά τους. Δεν υπάρχουν πολλά να ειπωθούν εδώ, η ιστορία έχει μιλήσει κι όποιος δεν έχει αυτιά για ν’ ακούσει γύρω απ’ τον τάφο του κυκλοφορεί. Το μόνο που έχει ίσως νόημα να επισημανθεί είναι η αναλλοίωτη επιχειρηματολογία της «δεξιάς διανόησης» εδώ και δυο αιώνες περίπου, η οποία περιστρέφεται γύρω από αυτισμούς του τύπου «οι εργάτες δεν μπορούν να διαχειριστούν την εργασία τους», «οι εργάτες δεν ξέρουν», «δεν υπάρχει επιχείρηση χωρίς αφεντικό», «τα αφεντικά είναι απαραίτητα», κλπ. Παραδοσιακές εκλαϊκεύσεις δηλαδή της κλασσικής φιλοσοφίας της υποταγής, όταν ακόμη και μικρά παιδιά θα μπορούσαν να καταθέσουν πειστικά επιχειρήματα που θα υποστήριζαν ακριβώς τις αντίθετες θέσεις και τα λογικά συμπεράσματα που θα προέκυπταν από αυτές. 

Ας έρθουμε στο πιο ενδιαφέρον κομμάτι εκεί που οι «λεπτές» αποχρώσεις διαφοροποίησης και οι δήθεν καλόβολες κριτικές γδύνονται μπροστά στη λαική ανάγκη και ντύνονται το κουστούμι είτε του ιδεολόγου-επαναστάτη, είτε του πονηρού μεσολαβητή, είτε του πολιτικού κάπελα είτε απλά του ραβίνου των γραφείων αλληλοβοήθειας στην καρδιά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η καθεστωτική αριστερά εκδηλώνεται πάνω στο ζήτημα της αυτοδιαχείρισης, και ειδικότερα της αυτοδιαχείρισης εδώ και τώρα, με βάση τα ιστορικά πολιτικά χαρακτηριστικά της. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ του 30% συνεχίζει να φορά την προβιά του συμμάχου των αδυνάτων στα λόγια, προσπαθώντας να απορροφήσει δυνάμεις από οποιοδήποτε κοινωνικό κίνημα βάσης, κάνοντας το μοναδικό πράγμα που ξέρει, να παίζει το ρόλο του πονηρού μεσολαβητή, αυτού που θα «ανοίξει πόρτες» θα καταθέσει επερωτήσεις θα «θίξει το ζήτημα» και άλλα πολλά, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να διαμορφώσει νέα εκλογική πελατεία στη βάση της λογικής που λέει ότι «τώρα δεν γίνεται» αλλά με μια «αριστερή διακυβέρνηση» όλα θα λυθούν και θα διορθωθούν. 

Την ίδια ώρα ο Ιανός ΣΥΡΙΖΑ λέει αυτά και πράττει τα αντίθετα, δεν στηρίζει ποτέ κανέναν αγώνα που διευρύνει τα χαρακτηριστικά πάλης που αναβαθμίζει το πλαίσιο των διεκδικήσεων και θίγει την ίδια την καρδιά του καπιταλιστικού τέρατος, την ιδιοκτησία. Τα μελίσσια των βουλευτών του που συνωστίζονται στους αγώνες για τα χρυσωρυχεία και το περιβάλλον και το ζήτημα της διαχείρισης των σκουπιδιών κ.α. προσπαθώντας να τονίσουν τα διαταξικά χαρακτηριστικά των αγώνων αυτών, απουσιάζουν εκκωφαντικά από τους αγώνες που θέτουν ζητήματα για ένα άλλο παραγωγικό μοντέλο που μιλούν δηλαδή για την ταμπακέρα. 

Η δε πιθανή εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ στην πρώτη θέση, μαζί με τον οπορτουνιστικό του χαρακτήρα, είναι αυτή ακριβώς που όχι μόνο δεν πρόκειται να λύσει κανένα πρόβλημα, [καθώς ποτέ τα ζητήματα που θέτουν την προοπτική της συνολικής ανατροπής δεν υπήρξαν διαχειριζόμενα από καμιά ηγεσία εν τη απουσία της βάσης], αλλά είναι και ο βασικός λόγος που τεκμηριώνει την απουσία των ρεφορμιστών από αυτούς τους αγώνες. Η αναντιστοιχία των λεγομένων τους πριν, με τις πράξεις μετά θα ήταν τόσο μεγάλη που ακόμα και ο πιο πεπεισμένος ψηφοφόρος του οπορτουνισμού θα καταλάβαινε, ότι για άλλη μια φορά έπεσε θύμα των αυτονομημένων πολιτικών συμφερόντων. 

Ο δεύτερος κοινοβουλευτικός πόλος της αριστεράς, είναι που βρίσκεται σε ολοκληρωτικό αδιέξοδο. Το ΚΚΕ με εδραιωμένη την αλλοίωση στην ταξική του σύνθεση προς όφελος των μικροαστικών στρωμάτων, εδραιώνει ταυτόχρονα και την δισυπόστατη πολιτική του κενού. Στη διαλεκτική της πραγματικότητας με την ανατροπή, δηλαδή τη σύγκρουση της σημερινής συγκυρίας με αυτό που θα έπρεπε να είναι η σημερινή συγκυρία, ή με τις πιθανότητες να διαμορφωνόταν κάτι διαφορετικό μέσα στη συγκυρία, το ΚΚΕ υιοθετεί το ρόλο του φιλοσόφου-παρατηρητή που μιλά για λαική εξουσία χωρίς την διαμόρφωση πεδίων πάλης, αντικαθιστώντας αποτυχημένα αυτό το έλλειμμα προωθώντας διαταξικές συμμαχίες με τους μικρομεσαίους, δηλαδή με τον εαυτό του. Γι’ αυτό στο ΑΑΔΜ δεν συσπειρώνεται ψυχή. Το μόνο που έχει μείνει σταθερό είναι η πολιτική συμβολοποίηση αυτής ακριβώς της ταξικής σύνθεσης που εκπροσωπεί. Σε τελική ανάλυση αυτό συμβαίνει με την σταθερή προσήλωση στη μοναδική συνέπεια απέναντι στην οποία θα έπρεπε ο κάθε αγωνιστής να μένει ασυνεπής, στην αστική νομιμότητα αφ’ ενός και στην μανία αντιπροσώπευσης σε έναν κόσμο που οι συμφωνίες των από πάνω με τους από κάτω είναι πια κενά γράμματα. 

Η 90χρονη πείρα του ΚΚΕ, το έχει διδάξει ότι η χειραφέτηση των εργατών από τη μεσολάβηση των πολιτικών επιτελείων που πραγμοποιούν την δυναμική της ταξικής πάλης και πριονίζουν τις αιχμές των νέων συσχετισμών που αυτοί φέρουν, έχει άμεσα αρνητικά αποτελέσματα για την επιβίωση του ίδιου του κομματικού μηχανισμού. Η αυτοδιαχείριση των εργατών αποτελεί πράξη αποστοίχισης από την διαδικασία της πολιτικής μεσολάβησης. 

Αυτή όμως η αλήθεια δεν λέγεται ανοιχτά από τον Περισσό. Οπότε έπρεπε η αδυναμία αυτή να αναχθεί σε μια νέα τακτική και επιχειρηματολογία, εντελώς άσχετη και εντελώς προσωρινή σε σχέση με τους βασικούς πυλώνες ανάπτυξης της κομματικής πορείας των προηγούμενων χρόνων. 

Οι καθοδηγητές ανοίξανε τα μεγάλα μπαούλα με τις παλιές θεωρίες των κλασσικών και αφού ψάξανε καλά-καλά τι θα βολέψει στη συγκυρία, αγγίξανε μετά από 60 χρόνια ξανά την μαξιμαλιστική θεωρία για να εξηγήσουν ότι τα πάντα πέρα της μεγάλης προλεταριακής επανάστασης είναι μάταια άσκοπα, ρεφορμιστικά και οπορτουνιστικά, είναι μια ανοησία!

Οποία αποκάλυψη. Και από ποια χείλη. Όλες αυτές οι θεωρίες των σταδίων, οι οποίες σταδιακά βέβαια μετουσιώθηκαν σε θεωρίες αδράνειας, όλοι αυτοί οι διάφοροι προθάλαμοι που χρειαζόντουσαν ώστε να «αναβαθμίσει η τάξη τα χαρακτηριστικά της», ή να δώσει μάχες στενά οικονομικού χαρακτήρα «γιατί έτσι έχουν οι συσχετισμοί σήμερα» όλα αυτά πετάχτηκαν -προσωρινά βέβαια- στην άκρη ώστε να ασκηθεί μια νέου τύπου «αριστερίστικη» κριτική στα πρώτα σκιρτήματα της εργατικής χειραφέτησης, στην πρώτη εκδήλωση πραγματικής νοηματοδότησης του συνθήματος «χωρίς αφεντικά», στην πρώτη μάχη στην οποία ο κριτής για την «πολιτική αναβάθμιση» της τάξης δεν θα οι αριθμοί που θα συνθέτουν το μισθό, αλλά ποιος θα διαχειρίζεται τα μέσα παραγωγής. 
Με βάση λοιπόν αυτή την «κριτική» το ΚΚΕ σκάρωσε το σχήμα αντιπαράθεσης: «oι εργάτες θα μετατραπούν σε μικροϊδιοκτήτες θα χάσουν τα ταξικά χαρακτηριστικά τους», «εργοστάσια υπό αυτοδιαχείριση αποτελούν νησίδες στον καπιταλισμό δεν μπορούν να νικήσουν», «ο μόνος τρόπος για τη νίκη του λαού είναι η λαική εξουσία, άρα πρέπει να σταθεί ενάντια στην πρόταση αυτοδιαχείρισης». 

Ας δούμε εδώ πως το ΚΚΕ και οι υπόλοιποι πολέμιοι διαρρηγνύουν ανοιχτές θύρες, όταν επικοινωνούν αυτή την κριτική θεωρώντας ότι την απευθύνουν σε κάποιον Όουεν ή σε κάποιον Σαιν-Σιμόν κάπου στα 1830. 

Όσοι συμμετέχουν στους αγώνες για κοινωνική και εργατική χειραφέτηση όσοι καταθέτουν την πρόταση για αυτοδιαχείριση των μέσων παραγωγής σήμερα γνωρίζουν πολύ καλά ότι αυτή η πρόταση αποκομμένη από το σύνολο της ταξικής διαπάλης είναι άλλη μια συντεχνιακή προσέγγιση. Είναι ένας άλλου τύπου ρεφορμισμός από τη βάση προς τα πάνω. Ακριβώς γι’ αυτό η πρόταση που καταθέτουν μιλά για την διαμόρφωση ενός εργατικού και κοινωνικού κινήματος, το οποίο θα βασίζεται και στους τομείς αυτοδιαχείρισης, με τελικό σκοπό την ολοκληρωτική καταστροφή του καπιταλισμού. Την καταστροφή της οικονομικής και πολιτικής εκμετάλλευσης, την εξαφάνιση της πολιτικής ως εποικοδόμημα διαχείρισης των άνισων πόρων διαβίωσης. Μιλούν δηλαδή για τον κομμουνισμό. Όποιος κάνει ότι δεν κατάλαβε αυτή την πρόταση, αυτή τη διαφορά δεν μπορεί να μιλά για καλοπροαίρετη κριτική γιατί είναι ήδη ένας συκοφάντης. 

Ας δούμε τώρα αφού λύσαμε αυτή τη βασική «παρεξήγηση», τι θετικό προκύπτει από τους αγώνες για την αυτοδιαχείριση στο εδώ και στο τώρα και πως απαντούν σε αυτούς οι νεόκοποι θιασώτες του “vogliamo tutti”. Μετά λοιπόν, από μια συνεχή αλυσίδα λουκέτων στα εργοστάσια, σε μερικά από τα οποία ο ειδικός συσχετισμός συνδικαλιστικής δύναμης ήταν συντριπτικά υπέρ των «ταξικών δυνάμεων» και του ΠΑΜΕ, φτάνουμε στην προοπτική της απάντησης της αυτοδιαχείρισης στο κλείσιμο των παραγωγικών δομών που προτείνουν τα αφεντικά. 

Με την ανεργία λοιπόν να έχει φτάσει ήδη στο 30%, και χωρίς να προσμετρούμε την παγιωμένη επισφάλεια και την προσωρινή ανεργία, σε συνθήκες που οι δυνατότητες αναπαραγωγής της εργατικής τάξης έχουν πιάσει πάτο, η πρόταση για την αυτοδιαχείριση έρχεται ακριβώς να δικαιώσει το σχήμα της ρεαλιστικής ριζοσπαστικής πολιτικής με κατεύθυνση την επαναστατική ανατροπή τόσο σε νοηματικό όσο ακόμα και σε αισθητικό-ψυχολογικό σημείο. Πιο συγκεκριμένα, το πλαίσιο αυτοδιαχείρισης σε κλειστό εργοστάσιο δημιουργεί ξανά πεδίο ταξικής πάλης μεταφέροντας την αντίθεση ανάμεσα σε εργάτη-αφεντικό στην αντίθεση εργάτη-κράτους. Ουσιαστικά διατηρεί ένα επίπεδο ταξικής πάλης από εκεί που δεν θα υπήρχε κανένα, πέρα από τη νομική ζητιανιά των χρωστουμένων χωρίς κανένα εφόδιο πολιτικού-ταξικού εκβιασμού απέναντι στο χειρότερο αστικό-νομικό οπλοστάσιο της μεταπολίτευσης. 

Επιπλέον χωρίς να τρέφει αυταπάτες για μικροιδιοκτησία ή πλουτισμό, το πρόταγμα της αυτοδιαχείρισης, απαντά υπό όρους στο ζήτημα της αναπαραγωγής της τάξης ακόμα και μέσα σε καπιταλιστικά πλαίσια στις χειρότερες συνθήκες επίθεσης του κεφαλαίου, αποτελεί εργατική και κοινωνική αυτοάμυνα αλλά και εφαλτήριο για την κοινωνική αντεπίθεση. 

Ταυτόχρονα στο εσωτερικό του χώρου δουλειάς προεικονίζονται διαδικασίες και καταστάσεις από ένα απελευθερωμένο μέλλον καθώς η προοπτική του «χωρίς αφεντικό» αποτελεί το σχολείο για την κομμουνιστική χειραφέτηση. Οι συζητήσεις των εργατών, αναβαθμίζονται, ξεπερνούν τα συντεχνιακά ζητήματα και φτάνουν στο επίπεδο του ποιος ασκεί εξουσία, και πως αυτή πρέπει να ανατραπεί στο σύνολό της. Ταυτόχρονα έξω από τους εργατικούς χώρους στο διευρυμένο κοινωνικό πεδίο δίνεται μια κατεύθυνση αγώνα με ελπίδες για πλατύτερη ταξική συσπείρωση στη βάση της αυτοοργάνωσης και με αίτημα την αυτοδιαχείριση, διαμορφώνεται ένα λαϊκά κατανοητό πρόγραμμα με άμεσα οφέλη το οποίο ταυτόχρονα πυροδοτεί κρίσιμες απαντήσεις στην πιο χρήσιμη ερώτηση που μπορεί να θέσουν οι ίδιοι οι εργάτες στους εαυτούς τους: «τι χρειαζόμαστε τα αφεντικά»;

Το ζήτημα λοιπόν της «λαικής εξουσίας», ή της κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης καλύτερα και του ελευθεριακού κομμουνισμού τότε και με αυτόν τον τρόπο μετατρέπεται από εγκεφαλικό πλάνο της «επαναστατικής πρωτοπορίας» σε βιωμένο σχέδιο διαλεκτικής αντίληψης μέσα στο εργατικό κίνημα για την διαμόρφωση ενός επαναστατικού κοινωνικού κινήματος. 

Στο δε ψυχολογικό επίπεδο θα ήταν μάλλον εκ των ων ουκ άνευ, να επισημάνουμε πόσο τεράστιας σημασίας για την εργατική τάξη θα ήταν η κατάκτηση κάποιων επιμέρους νικών στη σημερινή συγκυρία. 

Στο σημαντικότερο επίπεδο, οι επικριτές της πρότασης της αυτοδιαχείρισης αδυνατούν να συλλάβουν το ουσιωδέστερο ζήτημα το οποίο θίγει η όλη διαδικασία. Φυσικά όπως και σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση εργατικού αγώνα όπως παραδείγματος χάριν για την διάσωση κάποιας θέσης εργασίας, ή μια επαναπρόσληψη, το μέχρι σε πιο σημείο θα διαμορφωθεί η ταξική συνείδηση του υποκειμένου δεν υπάγεται σε κάποιο προκαθορισμένο νόμο της διαλεκτικής. Όμως η διαδικασία με την οποία διεξάγεται μια μάχη, τα μέσα πάλης δηλαδή μπορούν να αναδείξουν νέες διεξόδους, και να ανοίξουν νέες προοπτικές συνολικότερα. Η διαδικασία και τα μέσα πάλης που θα χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη της αυτοδιαχείρισης, αλλά και το ίδιο το πρόταγμα, ακριβώς επειδή θίγει εμβρυακά το ζήτημα της ιδιοκτησίας σε υλικό επίπεδο αλλά συνολικά στο φαντασιακό, ανοίγει το δρόμο για μια σύγκρουση, η επιτυχής κατάληξη της οποίας διαμορφώνει τους όρους για τη σημαντικότερη αναβάθμιση της μάχης σε επίπεδο δυαδικής εξουσίας. Είναι στο χέρι του επαναστατικού κινήματος να μετατρέψει τα συμβούλια διαχείρισης των κατειλημμένων εργοστασίων σε πρόπλασμα του νέου κόσμου μέσα στα σπλάχνα του παλιού, να ξεδιπλωθεί η στρατηγική της οριστικής μάχης με το καπιταλιστικό υπάρχον, μέσα από τη γενίκευση της στράτευσης στο αγώνα για την ολιστική απαλλοτρίωση της αστικής τάξης. 

Δυστυχώς όποιος δεν αντιλαμβάνεται το βάθος αυτών των αγώνων, δεν αντιλαμβάνεται το βάθος των καιρών. Τα φληναφήματα μπαίνουνε βίαια στην άκρη. Οι «προβληματισμοί» ότι η αυτοδιαχείριση μπορεί να γεννήσει μικροαστική συνείδηση έχει λιγότερη βάση ακόμη και από τον ιστορικό προβληματισμό ότι η ανεργία γεννά το φασισμό. Γιατί τι δε λένε όλοι οι επικριτές της αυτοδιαχείρισης και της εργατικής χειραφέτησης; Ξεχνούν να μας πουν τι συμβαίνει όταν ηττώνται οι αγώνες, και ειδικότερα αγώνες που αφορούν σε παραγωγικές δομές που κλείνουν. Συρρικνώνεται η ίδια η παραγωγική βάση, εξαφανίζονται μαχητικά σωματεία, οι εργάτες πετιούνται σε μια διόλου προσωρινή ανεργία, στη χειρότερη περίπτωση εξαθλιώνονται και σκορπίζονται στις ετερόκλητες μάζες των ανέργων και των λουμπεν, στην καλύτερη παίρνουν μια μικρή αποζημίωση για να ανοίξουν κάποιου είδους ψιλικατζίδικο για να μπολιαστούν με την μικροαστική αντίληψη του μικροϊδιοκτήτη χωρίς καν να απολαμβάνουν κάποια κέρδη στη σημερινή συγκυρία όπου οι μικρομεσαίοι τσακίζονται επίσης από την αναδιάρθρωση του κεφαλαίου και την νέα κεφαλαιακή συσσώρευση. Η ήττα και η πικρία τους αποστοιχίζουν από τους επόμενους αγώνες, η απουσία ενός πεδίου πραγματικής πάλης για τα συμφέροντα τους, τους απομακρύνει από τα προωθημένα σχέδια των πρωτοποριών. Έννοιες όπως «ρεαλισμός», «ευρωπαϊσμός», «ρατσισμός», «ανταγωνισμός» κλπ θολώνουν την ταξική συνείδηση την μαραζώνουν, την νεκρώνουν. Να για ποιο πράγμα τελικά αγωνίζονται οι επικριτές της εργατικής και κοινωνικής χειραφέτησης είτε το κατανοούν είτε όχι. Να γιατί τελικά είτε το επιθυμούν είτε όχι παίρνουν τη θέση τους δίπλα στη λυκοσυμμαχία και γίνονται ένα μ’ αυτούς, τόσο που να μην μπορείς πια να τους ξεχωρίσεις. Κι αν η ηγεσία δείχνει αδύναμη ή απρόθυμη να αντιληφθεί τη σημαντικότητα των καταστάσεων για άλλη μια φορά είναι η βάση που πρέπει να αποστοιχηθεί από την λανθασμένη αντίληψη, και να σταθεί πρώτα-πρώτα στο πλάι των εργατών που αγωνίζονται να πάρουν στα χέρια τους την παραγωγή.

Ολοκληρώνοντας αυτόν τον κύκλο κριτικής στο πολιτικό φάσμα με αφορμή τη στάση του απέναντι στους αγώνες για την αυτοδιαχείριση και εν γένει την εργατική χειραφέτηση και την κοινωνική αυτοδιεύθυνση, θα πρέπει να αναφερθούμε και στο τόξο των απόψεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς αλλά κυρίως ομαδοποιήσεων και αντιλήψεων που προέρχονται από τον αναρχικό χώρο. 

Είναι γνωστό ότι είναι πολύ δύσκολο να υπάρξουν γενικευμένες κατηγοριοποιήσεις πάνω στην πληθώρα αντιλήψεων που προέρχονται από πολιτικούς χώρους με διευρυμένα χαρακτηριστικά οργανωτικής ρευστότητας, σε βαθμό τέτοιο ώστε να μπορεί να παρατηρήσει κάποιος -με δόση υπερβολής- ότι κάθε ομάδα καλλιεργεί μια εντελώς ιδιαίτερη και υποκειμενική αντίληψη για το ένα ή το άλλο θέμα, σε αυτή την περίπτωση για το πρόταγμα της εργατικής αυτοδιαχείρισης. 

Για τον χώρο παρόλα αυτά του εξωκοινοβουλευτικού μαρξισμού τα πράγματα είναι πιο απλά. Η πεποίθηση επιβολής του πολιτικού πάνω στο κοινωνικό, παρότι διαμορφώνει μια πρώτης τάξεως αντίφαση στην πράξη καθώς η όποια συσπείρωση αυτού του πολιτικού χώρου εκφράζεται στο κοινωνικό πεδίο και ελάχιστα έως και καθόλου στο κεντρικό πολιτικό ακολουθείται πιστά, συμπληρώνοντας την ιδεοληπτική αντίληψη του «μοναδικού ορθού», που οδηγεί σε αδιέξοδο καθώς δεν μπορεί να διακρίνει το κοινωνικά αναγκαίο και να το εντάξει σε μια ευρύτερη στρατηγική πέρα από το κομματικό-εκλογικό πρόγραμμα. 
Αυτή η αδυναμία οδηγεί στην κατεύθυνση και πάλι της συμμαχίας από-τα-πάνω με άλλες -και πάλι- πολιτικές δυνάμεις οι οποίες και δεν θέλουν και δεν μπορούν να συμπορευτούν με το εξωκοινοβούλιο καθώς αναπτύσσουν ένα πρόγραμμα το οποίο ή είναι εντελώς διαφορετικό ή καλύπτει καλύτερα τις ανάγκες του κομματικού μηχανισμού ή απλά έχει ήδη ξεπεράσει σε όγκο και ποιότητα την ίδια την πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και των συνιστωσών της, ή της ΟΚΔΕ και των υπολοίπων χώρων της εκτός των τειχών αριστεράς. 

Με λίγα λόγια η στρατηγική του εξωκοινοβουλίου είναι να ελπίζει στην σύμπραξη -έστω ως κομπάρσος- με το ΚΚΕ το οποίο έχει πάρει θέση κάθετης άρνησης υποστήριξης των εγχειρημάτων εργατικής αυτοδιαχείρισης, ή να προσπαθεί να «επηρεάσει» το ΣΥΡΙΖΑ μέσω της σύμπραξης στα πρωτοβάθμια, ή απλά να ικανοποιήσει το πρόγραμμα του το οποίο μιλά μόνο για εθνικοποιήσεις και κρατικοποιήσεις και τοποθετεί τον εργατικό έλεγχο ως γαρνιτούρα, ως απλή διαδικαστική λειτουργία στο εσωτερικό των χώρων δουλειάς στη μετά-σοσιαλιστική πραγματικότητα. Αυτή όμως η στρατηγική που φοβάται την σύγκρουση με το ΚΚΕ, που τελικά επηρεάζεται αντί να επηρεάζει τον ΣΥΡΙΖΑ και αδυνατεί να βρει οποιονδήποτε χώρο που να ταυτίζεται με το εγκεφαλικό μακρόπνοο σχέδιο του επιτελείου της, είναι που μοιραία υποβαθμίζει τους αγώνες για την εργατική αυτοδιαχείριση, αποσυσπειρώνει τον κόσμο της σε σχέση με αυτούς και εν τέλει ακυρώνει στην πράξη της μεγαλόστομες και μεγαλόσχημες διακηρύξεις υποτιθέμενης αλληλεγγύης, στους αγώνες για την εργατική και κοινωνική χειραφέτηση. 

Την ώρα που ο κόσμος της εργασίας ψάχνει λύση για να διασωθεί από το ναυάγιο και την ολοκληρωτική καταστροφή, ελπίζοντας σε κάποιου είδους «ανεύθυνη αριστερά», που θα έβαζε φωτιά στα επιτελεία, και ο μικρότερος θύλακας της αριστερής σκέψης και πράξης το πρώτο που επιζητά είναι η τιτλοφόρησή του σε «υπεύθυνη δύναμη». Ξεχνούν ότι οι τέτοιου είδους εμβαπτισμένες υπευθυνότητες, όπως οι κατατεθειμένοι «προβληματισμοί» για την αυτοδιαχείριση σπρώχνουν διαρκώς την αντίληψη της τάξης προς τα δεξιά, δεν είναι τυχαίο ότι τα σκήπτρα της «υπεύθυνης αριστεράς» κρατά η συμμορία του Κουβέλη, και οι εργαζόμενοι έχουν μπουχτίσει από κουβέληδες. 

Στο πιο δύσκολο κομμάτι και υπό τον φόβο των άστοχων γενικεύσεων θα προσπαθήσω την κατηγοριοποίηση των αντιλήψεων που προέρχονται από την αντιεξουσιαστική σκέψη. 
Σε αυτό το σημείο το ύφος της ανάλυσης πρέπει να αλλάξει και να μεταφερθεί το βάρος του κριτηρίου της κριτικής από την πολιτική αντίθεση στην ταξική σύνθεση. Αυτή η αλλαγή στα εργαλεία ανάλυσης πρέπει να συμβεί για να έχουμε κάποιες πιθανότητες να αποκωδικοποιήσουμε την ασύλληπτη αντίφαση του γεγονότος ότι πολλοί αντιεξουσιαστές, ή ακόμα και «αναρχοσυνδικαλιστές» (!) στέκονται απέναντι σε έναν από τους βασικούς πυλώνες συγκρότησης της ελευθεριακής σκέψης, την εργατική αυτοδιαχείριση. Ο πολιτικός επηρεασμός ακόμα και κομματιών του αναρχικού χώρου από τη σταλινική και τριτοδιεθνιστική αντίληψη της ιστορίας, της πάλης, και της καθημερινής ζωής μπορεί να ισχύει σε κάποιον βαθμό [παρότι ο αναρχικός χώρος έχει δείξει ταυτόχρονα τα καλύτερα αντανακλαστικά άρνησης αυτής της αντίληψης], αλλά δεν μπορεί από μόνος του να εξηγήσει την στάση αυτών των κομματιών, παρά μόνο ίσως κάποιων «αναρχοσυνδικαλιστών». 

Μια πρώτη παρατήρηση πάντως επιβεβαιωτική της διείσδυσης της μαρξιστο-λενινιστικής αντίληψης στο σώμα του αναρχισμού έχει να κάνει με το παράδειγμα του τρόπου αντίληψης της έννοιας του ρεφορμισμού από την πλειοψηφία του αναρχικού χώρου. Συγκεκριμένα η επιβολή του πολιτικού πάνω στο κοινωνικό αφορά αυτό το παράδειγμα, όπου οι αναρχικοί σύντροφοι προσμετρούν τον ρεφορμισμό μόνο με την πολιτική του σημασία δηλαδή ως μεταρρυθμισμό, χρησιμοποιώντας ως μοναδικό σχεδόν κριτήριο την επιθυμία σύγκρουσης, την στάση απέναντι στη βία, τη δυναμική των σχημάτων και την απτή ένδειξη επαναστατικού βολονταρισμού. Κάτω όμως από αυτή την ανάλυση κρύβεται θαμμένη μια απρόσμενη πραγματικότητα που αλλοιώνει πολύ τη σκέψη και τη δράση των δρώντων υποκειμένων. Πρόκειται για την άρνηση προσμέτρησης του ρεφορμισμού με βάση το κοινωνικό κριτήριο, δηλαδή της συνεργασίας των τάξεων, και ειδικότερα της συνεργασίας των τάξεων στη βάση, ώστε να επιτευχθεί και η συνεργασία σε πολλά επίπεδα και να καταστεί εφικτός ο στόχος της μεταρρύθμισης αφού έχει εδραιώσει αυτή την αναγκαία προϋπόθεση. Δεν υπάρχει λοιπόν διευρυμένο το κριτήριο της ταξικής σύνθεσης μέσα στον αναρχικό χώρο. Έτσι στην ίδια συνέλευση μπορεί να συμμετέχουν εργάτες, άνεργοι, μικροκαταστηματάρχες, ακόμα και άνθρωποι που έχουν επιχειρήσεις με υπαλλήλους σε πιο ακραίες περιπτώσεις σχηματισμών που έχουν αποθεώσει την μετα-βιομηχανική αντίληψη, ή πιο απλά νεολαίοι με μεσο-αστική ακόμα και μεγαλοαστική καταγωγή. Πρόκειται για έναν ρεφορμισμό από τα κάτω, στη βάση. Κι αυτή η ελλειπτικότητα αντίληψης οδηγεί στην αποθέωση των πολιτικών κριτηρίων. Επειδή όμως ένα μεγάλο κομμάτι του αναρχικού χώρου δεν επιθυμεί να παράξει πολιτική και ειδικά κεντρικού επιπέδου μετατρέπει την πολιτική σε ιδεολογία, δηλαδή σε κούφια πολιτική, σε φαντασιακή θέσμιση μιας κοινότητας που τη συγκροτεί ο συμπεριφορισμός και οι «κοινωνικές σχέσεις» παρά τα κοινά ταξικά συμφέροντα. Πίσω από το life style της underground κουλτούρας κρύβονται επιμελώς οι ίδιες, οι κυρίαρχες ταξικές διαφοροποιήσεις, πίσω από τις διάφορες εναλλακτικές σχέσεις και συμπεριφορές κρύβεται η θλίψη της τελικής αναπαραγωγής του κυρίαρχου μοντέλου παραγωγής. Μισθωτή εργασία, και άνεργη σκλαβιά για κάποιους, αντι-καταναλωτική ισορροπία και άρνηση εργασίας για άλλους. 

Τρεις ιδιαίτερες στάσεις και αντιλήψεις μπορούμε να αντιληφθούμε να ξεπηδούν από τον αναρχικό χώρο. Και οι τρεις προκύπτουν ως λογική συνέπεια της ταξικής σύνθεσης των ομαδοποιήσεων που τις επικοινωνούν. Συγκροτούνται με βάση το πια ταξική θέση και αντίληψη έχει τους συσχετισμούς και επηρεάζει την πολιτική [ή ιδεολογική] κατεύθυνση των συλλογικοτήτων των αναρχικών. Καθεμιά από τις τρεις αυτές κατηγορίες ταυτίζονται επίσης με τα τρία βασικά κοινωνικά στρώματα που εμφανίζονται στις δυτικές κοινωνίες και απηχούν τις ιδιαίτερες αντιλήψεις που αυτές φέρουν. 

Οι αναρχικές ή αυτόνομες συλλογικότητες η ταξική σύνθεση των οποίων είναι μπολιασμένη με μεσοαστικά στοιχεία έχει δώσει μια πληθώρα θεωρητικών σχηματισμών οι οποίοι ως κοινό τόπο έχουν την «υπέρβαση των ταξικών διαχωρισμών» και την συσπείρωση σε κάποια νέα βάση. Λογική συνέπεια αυτής της αντίληψης είναι οι αποστοίχιση από τους εργατικούς αγώνες ακόμα και από αυτούς οι οποίοι δεν έχουν συντεχνιακά χαρακτηριστικά και θέτουν την εργατική αυτοδιαχείριση δηλαδή μια κορυφαία μορφή της κοινωνικής χειραφέτησης επί τάπητος. 

Πρόκειται για την αποστροφή της εργασίας και της ταυτότητας του υποκειμένου της που ενοποιεί την αστική τάξη απλά από «αντιεξουσιαστική» σκοπιά. Αρκεί να αντιλαμβάνεται κανείς τον αντιεξουσιασμό ως «φουκωικό αντιολοκληρωτισμό», ή απλά ως «εκσυγχρονισμένη κοινωνική μεταρρυθμιστική αντιπολίτευση βάσης στον μετα-βιομηχανικό καπιταλισμό», σύμφωνα με τις μεταμοντέρνες "αφηγήσεις". 

Σε αυτή τη μήτρα σκέψης στριμώχνονται οι πιο αντιθετικές παραστάσεις αντίστασης, οι οποίες πολλές φορές έρχονται ακόμη και σε σύγκρουση μεταξύ τους. Από τα μεσοαστικά στρώματα θα προέλθει ο «εναλλακτισμός» ως τρόπος βίωσης της ζωής τάχα έξω από την αισθητική του καπιταλισμού αλλά μέσα από την ουσία των παραγωγικών σχέσεων που φέρει αυτός και το κάθε άτομο ξεχωριστά. Αλλά ακριβώς και πάλι από τους «μεσοαστικούς προβληματισμούς σε κρίση» θα προέλθει και η εγωπαθής μηδενιστική τάση που θα αποθεώσει την γελοιότητα της «άρνησης της εργασίας». Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι οι περισσότεροι «αρνητές εργασίας» είναι συνήθως άτομα που δεν δούλεψαν ποτέ. Κι αυτό δεν είναι καθόλου παράλογο. Οι γόνοι των μεσοαστικών οικογενειών που βρίσκονται σε κρίση και εκπέφτουν από την εποχή της προηγούμενης ευμάρειας θεωρούν υποχώρηση αν όχι προσβολή την προοπτική της εργασίας, ειδικότερα όταν πρόκειται για μια εργασία που δεν ανταποκρίνεται στις περίφημες και ακριβοπληρωμένες σπουδές τους ή δεν βρίσκεται σε μια σχετική αντιστοιχία με τα εισοδήματα της οικογενείας. Κάπως έτσι η «άρνηση εργασίας» και η δομική αποστοίχιση από τον κόσμο της εργασίας και τους αγώνες του για χειραφέτηση, αυτοδιαχείριση και ελευθερία παίρνει τη θέση της ως απλά μια πιο μειοψηφική και ίσως πιο παράτολμη επιλογή σε σχέση με την κυρίαρχη «λύση» της αστικής κουλτούρας, την απόδραση δηλαδή στο εξωτερικό.

Από την άλλη μεριά μια δεύτερη κατηγοριοποίηση έχει να κάνει με την μικροαστική αναρχία, την οποία συγκροτούν ομάδες στις οποίες είτε η ταξική σύνθεση ταυτίζεται πιο εύκολα με τους ελεύθερους επαγγελματίες, και άλλα μικροαστικά στρώματα ή απλά πρόκειται για μεσοαστούς με πιο οξυμμένη και πιο κοινωνική πολιτική θεώρηση. Ή ακόμα, [για να ειπωθεί και αυτό] πρόκειται για κόσμο ο οποίος παρότι μπορεί να ανήκει στα κατώτερα στρώματα παπαγαλίζει αρχές και αξίες που προέρχονται από την αστική νοοτροπία, ακριβώς όπως γίνεται και στην μακροκοινωνική κυρίαρχη παράσταση. 

Η μικροαστική αυτή αντίληψη είναι που πατάει -όπως συμβαίνει και μακροκοινωνικά- σε δυο βάρκες. Από τη μία υποστηρίζει τα εγχειρήματα της αυτοδιαχείρισης και εργατικής χειραφέτησης, τα πετσοκόβει όμως πρώτα επιμελώς από τα συνολικά δηλαδή τα εν δυνάμει ανατρεπτικά χαρακτηριστικά τους, τόσο όσο αφορά την ταυτότητα των δρώντων υποκειμένων, όσο και το περιεχόμενο της τελικής στόχευσης. 

Από αυτή τη μήτρα σκέψης θα προκύψουν τα θεωρητικά σχήματα που θα αποθεώσουν τη μερικότητα, το μικρο-, τη νησίδα ως τέτοια, θα την αποκόψουν από το σύνολο της παραδειγματικής της δυναμικής για την τάξη θα την μετατρέψουν σε μια «απελευθερωμένη νησίδα» που από μόνη της σημαίνει τα πάντα. Είναι η μεταφορά του κυρίαρχου μικροαστισμού του μικροκαταστηματάρχη στην αντιεξουσιαστική αντίληψη. Ταυτόχρονα προσπαθώντας να «επιδιορθώσουν» αυτήν την ξεκάθαρη αποστοίχιση από την επαναστατική και ριζοσπαστική παράδοση και πρακτική θα καταφύγουν στη θεωρητικοποίηση της στάσης αυτής. Θα βρουν καταφύγιο ώστε να προστατέψουν αυτόν τον αναποδογυρισμένο ρεφορμισμό κάπου ανάμεσα στο Μάη του ’68 και τον Holloway, στο μεσοδιάστημα του Negri του ’77 και του Negri της «Αυτοκρατορίας», όπου ακόμα και σε επίπεδο «ταυτότητας» ο εργάτης διαμορφώνεται σε ένα πολύχρωμο «πλήθος». Η ίδια αντίληψη είναι αυτή που θα γεμίζει τις άδειες σελίδες των επικριτών της εργατικής αυτοδιαχείρισης και της αυτόνομης χειραφέτησης της τάξης με κριτικά επιχειρήματα για την μικροαστική βάση του εγχειρήματος. 

Φυσικά οι κριτικές ήταν έτοιμες να γραφούν από καιρό, τώρα απλά χρησιμοποιούν τον αδύναμο κρίκο της κουλτούρας της αυτοδιαχείρισης για να έχει κάποια βάση η κριτική τους. Αυτή η στάση δίνει βάση στα τσακάλια της Αριστεράς να μιλούν για Οουενισμό και άλλα παραμύθια. 

Κι όμως ακόμη και μέσα σε αυτή την τόσο αλλοπρόσαλλη κατάσταση μέσα από τον αναρχικό χώρο 
που μετατρέπεται σε κοινωνικό κίνημα και τις συμμαχίες που αυτό θα γεννήσει μπορεί κανείς να περιμένει καλύτερες αναλύσεις, καλύτερες θέσεις μάχης, και πιο ουσιώδης μάχες καθαυτό. 

Η τρίτη τάση στην οποία όχι μόνο συσπειρώνονται τα περισσότερα σύγχρονα προλεταριακά στοιχεία (άνεργοι, επισφαλείς εργαζόμενοι, φτωχοί, εργαζόμενοι σε συνεταιρισμούς) αλλά -το σημαντικότερο- άσχετα με την ιδιαίτερη ταξική προέλευση του κάθε ανθρώπου καταφέρνει να εκφράζει σε πολιτικό επίπεδο τα συμφέροντα και την κουλτούρα των εργατών και των ανέργων, των φτωχών και όχι των μεσοαστικών προβληματισμών. 

Αυτή η τάση δυναμώνει μέρα με τη μέρα, βγαίνει από το λήθαργο στη οποία την είχε καταδικάσει η πρόσκαιρη δανεισμένη ευμάρεια, και η πολιτική της συνθηκολόγησης όλων των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων. Η κρίση καταδεικνύει την αναγκαιότητα τόσο των σκοπών όσο και των μέσων της για τους καταπιεσμένους ενώ ταυτόχρονα η συσπείρωση εργαζομένων γύρω από τις θέσεις της, δηλαδή σε θέσεις ουσιαστικής και πολιτικής μάχης με το κράτος και το κεφάλαιο καταδεικνύει ότι η τάση χειραφέτησης και αυτοδιαχείρισης είναι ένα καλά ριζωμένο ένστικτο της εργατικής τάξης. Είναι η τάση που συγκροτούν διάφορες ομάδες είτε αναρχικές-αναρχοκομμουνιστικές, είτε καταληψίες, είτε εργατικές συλλογικότητες, είτε επαναστατών μαρξιστών, είναι η δυναμική της επαναστατικής διαλεκτικής στην υπηρεσία των φτωχών και των καταπιεσμένων. Είναι η τάση διαμόρφωσης ενός εφικτού, πολιτικά διαπραγματεύσιμου και λαϊκά κατανοητού σχεδίου που στον πυρήνα της σκέψης του εκτρέφει ασίγαστα το όραμα του ελευθεριακού κομμουνισμού, προσπαθώντας παράλληλα να δημιουργήσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη την αντίληψής του: άμεση δημοκρατία, αυτοοργάνωση, αυτοδιαχείριση, ισότητα, κοινοκτημοσύνη. 

Είναι το συνειδητοποιημένο εκείνο κομμάτι που όντας μέρος της εργατικής τάξης στέκεται απέναντι στη λυκοσυμμαχία των προθύμων είτε πρόκειται κυρίως για το σύνολο των εκμεταλλευτών και βασανιστών του λαού, των κυβερνητών των ντόπιων και ξένων κυβερνητικών καθαρμάτων, είτε πρόκειται για τους πονηρούς μεσολαβητές του ΣΥΡΙΖΑ, των κομιστών των σωτηρίων νομοσχεδίων, είτε πρόκειται για τους όψιμους ιδεολόγους-επαναστάτες αλλά κατά βάση βουλευτοφύλακες του ΚΚΕ, είτε πρόκειται για όλους τους υπόλοιπους ότι χρώμα κι αν φέρουν οι οποίοι κριτικάρουν «καλόβουλα» τις πράξεις αντίστασης, χειραφέτησης και αυτοδιαχείρισης, καθώς τις θεωρούν αντιπαραθετικές στα «γραφεία αλληλοβοηθείας εβραίων» που στήνουν ως σωτήριο μέτρο αυτοί οι ραβίνο της πολιτικής που σιγοψυθιρίζουν στα αυτιά των εγκλείστων πως «δεν ήρθε η ώρα ακόμη». Αυτό που δεν έχουν καταλάβει προφανώς είναι ότι οι καπνοί από τα λιωμένα πτώματα των εργαζομένων έχουν ήδη αρχίσει να μαυρίζουν τους ουρανούς πάνω από τα σύγχρονα σαπωνοποιεία των όπου γης «Άουσβιτς-Μπίρκεναου».

Η διάφανη Λίμνη