Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

Κείμενο παρουσίασης του 2ου τεύχους του Κοινωνικού Αναρχισμού

Του Άρη Τσιούμα

Κάποτε σε ένα κείμενο πριν κάποια χρόνια είχαμε αναφέρει ότι περνάμε στην «εποχή των δολοφόνων», και κάποιοι σύντροφοι μας ζήτησαν να επεξηγήσουμε τον όρο, σήμερα νομίζω ότι αυτή η διατύπωση δεν χρειάζεται επεξηγήσεις, άνθρωποι στην Ελλάδα και όχι μόνο καίγονται ζωντανοί σαν κεριά προσπαθώντας να αντεπεξέλθουν στο κρύο, και αυτή είναι μόνο μια όψη των δεκάδων τρόπων με τους οποίους οι εξουσιαστές καταφέρνουν να διαχειρίζονται την ανθρώπινη ζωή. Η εποχή των δολοφόνων ξεκινά ουσιαστικά όταν ο καπιταλισμός ως ολοκληρωτική σχέση εξουσίας υπερβαίνει την επιβολή του «πως θα ζήσουμε» για να αποφασίσει το «αν θα ζήσουμε» και ποιοί. Η μόνη ερώτηση που μοιάζει να έχει νόημα είναι αν έχουμε βγει καθόλου από αυτή την εποχή. 

Η φενακισμένη ευζωία του δυτικού κόσμου που χτίστηκε πάνω στα ερείπια του ολέθρου και στη διαρκή εκμετάλλευση ολόκληρου του πλανήτη, καμώθηκε προσωρινά ότι ξόρκισε τα φαντάσματα των φασισμών που εξέθρεψε το σύστημα καταπίεσης. Σήμερα αυτοί επιστρέφουν ολοζώντανοι επιδιώκοντας να ξανακυριεύσουν τα μυαλά των ανθρώπων να τα κάνουν να συναινέσουν σε νέα εγκλήματα καταστώντας τους εξαρτήματα σε ότι πραγματικά είναι ο φασισμός: η πιο αποτελεσματική τεχνική μαζικής δολοφονίας, η οποία συστήνεται ως πολιτικό πρόταγμα. Επειδή λοιπόν ο φασισμός, δυστυχώς απέκτησε μια ιδιόμορφα επικαιροποιημένη μορφή αφιερώσαμε ένα μεγάλο μέρος του δεύτερου τεύχους του κοινωνικού αναρχισμού στη μελέτη και την ανάλυση της πολεμικής που προωθούμε εναντίον του. 

Από την ανάλυση του, και την σχέση του με το κράτος, και τις μορφές πολιτικής ετερονομίας σε θεωρητικό και φιλοσοφικό επίπεδο, μέχρι την άκρως πρακτική και οργανική σχέση της φασιστικής νοοτροπίας με τις κεντρικές επιλογές της κυβέρνησης με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, επιχειρούμε να σκιαγραφήσουμε ένα εξίσου επικαιροποιημένο θεωρητικό σχήμα αντιπαράθεσης, το οποίο χωρίς να παραβλέπει την υλιστική βάση του ζητήματος, δε θα εγκλωβίζεται σε ερμηνείες που εξαντλούνται σε οικονομικές προσεγγίσεις και αφήνουν ανερμήνευτα τα υπόλοιπα πεδία της πολιτικής σκέψης και της ίδιας της κοινωνικής ζωής, των θεσμίσεων και των φαντασιακών που παράγονται είτε στο επίπεδο της πολιτικής εκπροσώπησης είτε στο επίπεδο της κοινωνικής βάσης. Οι σχέσεις μοριακού φασισμού, ο ρατσισμός, ο σεξισμός, που κυριαρχούν ως ύπουλες αφηγήσεις μιας ανέμελης καθημερινότητας στις περιόδους της επονομαζόμενης «ανάπτυξης» θα αποτελέσουν το ζωτικό κεφάλαιο, το οποίο θα έλθει να εξαργυρώσει η φασιστική πολιτική έκφραση όταν η καθημερινότητα θα έχει διαμορφωθεί σε ζούγκλα από το καπιταλιστικό καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Και είναι αλήθεια ότι στις ζούγκλες ευνοούνται τα σαρκοφάγα ζώα, ήτοι οι ναζί-δολοφόνοι. 

Για εμάς τους αναρχικούς μια προσέγγιση του φασισμού που δεν αναδεικνύει την προσήλωσή του στην οικοδόμηση ενός ολοκληρωτικού κράτους, είναι ελλειπτική. Στοιχείο του αντιφασιστικού αγώνα είναι ο αντικρατισμός, καθώς το κράτος αποτελεί τον πιο αποτελεσματικό και καθιερωμένο τρόπο διαχωρισμού του κοινωνικού συνόλου, με βάση την ταξική διαστρωμάτωση αλλά και την πολιτική συνείδηση. Η πίστη στο θεσμό του κράτους, ή η «εργαλειακή του χρήση» (sic) αποτελεί θέση ξένη προς τον αναρχισμό και κατ’ επέκταση στον τρόπο που προσεγγίζει αυτός τον φασισμό αλλά και το πεδίο ανταγωνισμού που διαμορφώνει το αντιφασιστικό κίνημα. 

Η πάλη ενάντια στο κράτος είναι πάλη ενάντια στο φασισμό και η πάλη ενάντια στο φασισμό οφείλει να είναι πάλη ενάντια και στο κράτος. Με ένα κείμενο του antisystemic που δίνει νέο βάθος -κατά τη γνώμη μας- στον σύγχρονο αναρχικό λόγο ξεκινάει αυτό το δεύτερο τεύχος. Με μια εύχρηστη ανάλυση ο δοκιμιογράφος τοποθετεί το πρόβλημα που έχει γίνει λανθασμένα γνωστό ως «βάση-εποικοδόμημα» στη σωστή του θέση. Πέρα λοιπόν από τα ιδιαίτερα υλιστικά συμφέροντα, «η ηγεμονική ετερόνομη ιδεολογία είναι σε θέση να παράξει ένα σώμα από αξίες και αντιλήψεις, ικανές να παρεισφρήσουν στη φαντασιακή θέσμιση των υποτελών κοινωνικών στρωμάτων, ετεροκαθορίζοντας το περιεχόμενό της, και με αυτόν τον τρόπο να προσδώσουν θετικό περιεχόμενο στην κυριαρχία της». 

Αυτή η προσέγγιση μπορεί να αποτελέσει ίσως τη βάση για την θεωρητική αποκάλυψη της λύσης του ανοίγματος των αιτιών που το έθνος, ως φαντασιακή κοινότητα επικράτησε ή τουλάχιστον επιβίωσε μέσα στο συλλογικό νου, ενάντια στις υλιστικές θέσεις του ξεκάθαρου προσδιορισμού  των ταξικών συμφερόντων. Μετά από μια μεστή και έγκυρη επισκόπηση του διανοητικού σύμπαντος της ετερόνομης πολιτικής σκέψης ο συντάκτης διερχόμενος μέσα απ’ τα παραδείγματα του υπερσυντηρητισμού και του πρωτογενούς φασισμού, αναδεικνύει τους κοινούς τόπους της ιστορικής κληρονομιάς της ανελευθερίας με τους σημερινούς εκφραστές της, την κυβέρνηση και τις ντόπιες και διεθνείς ελίτ, στοχεύοντας παράλληλα στην αποσάρθρωση των προπαγανδιστικών τους αιχμών, όπως π.χ. της θεωρίας των δύο άκρων. 

Ο Φώτης Τερζάκης στη συνέχεια, με το κείμενο του σχολιάζει την επικαιρότητα με τον μοναδικό τρόπο που αυτός ο σχολιασμός εκπέμπει ένα σημαντικότερο σημαινόμενο, εν αντιθέσει με τις γνωστές προσεγγίσεις που απηχούν ένα αναμάσημα των ανοησιών που μαζικά παράγοντα κυρίως στους τηλεοπτικούς δέκτες. Ο Τερζάκης έχοντας ως κίνητρο την κατάθεση μιας πολεμικής ενάντια στις όψιμες παραχωρήσεις του Τ. Φωτόπουλου απέναντι στο χρυσαυγιτισμό, τις οποίες εκδήλωσε σε σειρά ουσιαστικά φιλο-εθνικιστικών του τοποθετήσεων δε μένει σε μια στείρα καταγγελία αυτών, αλλά θέτει τον δείκτη της οξυμμένης  θεωρητικής επεξεργασίας των σημερινών πεπραγμένων πάνω στην ουσία των αιτιών που τα προϋποθέτουν. Αφού αποδομεί εύληπτα και εύστοχα τον «κρατικό αντιφασισμό» ο Τερζάκης καταδεικνύει τις πραγματικές προθέσεις των κρατικών χειρισμών. Εν τέλει θα επικεντρώσει την κριτική του απέναντι στα εθνικιστικά ανοίγματα του πάλαι ποτέ ελευθεριακού στοχαστή Φωτόπουλου, για να τονίσει την επικυνδινότητα τέτοιων και παρόμοιων κηρυγμάτων. 

Η ουσία της τοποθέτησης του Τερζάκη έχει να κάνει με την λύση ενός δήθεν δυσεπίλυτου προβλήματος, εάν δηλαδή πρέπει το κίνημα να στραφεί κατά του φασισμού ή αν πρέπει να «μην αποπροσανατολιστεί» και να προσηλώσει τη δράση του ενάντια στην κυβέρνηση. Όποιος όμως θέτει ένα τόσο άστοχο ερώτημα, σαν ένα αξεπέραστο δίλλημα προφανώς έχει κάποιον διόλου θετικό ως προς την πάλη για ελευθερία σκοπό. Ο Φωτόπουλος ας πούμε θεωρεί αποπροσανατολιστική την πάλη ενάντια στο ναζισμό γιατί όπως λέει ο ίδιος «ο πραγματικός φασισμός είναι τα σχέδια των οργάνων της Υπερεθνικής και Σιωνιστικής Ελίτ». 

Όλοι καταλαβαίνουμε πλέον σε ποια παράδοση σκέψης ανήκουν αυτές οι υπεραπλουστεύσεις. Αντιθέτως ο Τερζάκης που κατανοεί και διαφυλάσσει την διαλεκτική των αυτόνομων και αλληλεπιδρούμενων θέσεων και αντιθέσεων πριν αυτές παράξουν την σύνθεση των περιεχομένων τους, γράφει: «πρέπει κυρίως να καταλάβουμε ότι το φασιστικό ανακλαστικό είναι μια αυτοτελής απειλή για τις ανθρώπινες κοινωνίες που, παρότι τροφοδοτείται από, δεν ανάγεται κατά οιονδήποτε απλό τρόπο στις συνθήκες οικονομικής εκμετάλλευσης και πολιτικής χειραγώγησης. Αντιπροσωπεύει ένα βαθύ και μοιραίο τραύμα στην ίδια τη ρίζα της ζωής, που μετασχηματίζει με τον αμείλικτο τρόπο μυθικού μηχανισμού τη ματαίωση σε ατέρμονο μίσος, και το μίσος σε καταστροφική και αυτοκαταστροφική δράση».

Επιχειρώντας να αναδείξουμε την πολιτική επικάλυψη του φασισμού από την κυβερνητική δράση με ένα παράδειγμα που πέρα από τη φιλοσοφική του χρήση θα αναδείκνυε με κοινωνικούς όρους την αθλιότητα της φασιστικής νοοτροπίας απ’ όπου κι αν αυτή προέρχεται, ζητήσαμε από τον Νίκο Νικολαΐδη να συντάξει ένα κείμενο για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών. Μετά την ανάπτυξη της δράσης του κρατικού αντιφασισμού, θεωρήσαμε εξαιρετικά σημαντικό να καταδείξουμε ποιες είναι οι πραγματικές σχέσεις του φιλελεύθερου κοινωνικού δαρβινισμού με το alter ego του μισάνθρωπου φασισμού. 

Ο Νίκος σε άλλη μια μεστή κι ολοκληρωμένη καταγραφή καταφέρνει κάτι πολύ ουσιωδέστερο από το να περιγράψει το πρόβλημα και να καταθέσει μια πρόταση· κάνοντας μια χρήσιμη αναφορά στην ιστορική γέννηση των στρατοπέδων και αφού περιοδεύσει στις αιτίες διαμόρφωσης των αιτιών που δίνουν τα υλικά κατασκευής και συναίνεσης σε ένα από τα πλέον απάνθρωπα οικοδομήματα που φτιάξανε άνθρωποι για άλλους ανθρώπους, συνεισφέρει μια αμιγώς ελευθεριακή οπτική για το τι συμβαίνει, με ποιους όρους, και τι εμείς και με ποιους τρόπους οφείλουμε να το αντιμετωπίσουμε. Και το αναφέρω αυτό γιατί δεν αμελεί σε κανένα σημείο αυτού του σημαντικού -για την σε βάθος κατανόηση του προβλήματος- κειμένου να αναφερθεί τόσο στην πολιτική εδραίωσης του φόβου, μέσω της εναντίωσης στον άλλον, όσο και να καταδείξει τι συνιστά η πειθάρχηση μέσω των διάφορων εξουσιαστικών διαδρομών που αναπόδραστα καταλήγουν στην καταστροφή του ανθρώπινου. Παράλληλα δίνει συγκεκριμένα στοιχεία και αριθμούς, όχι όμως με μια δημοσιογραφική προσέγγιση αλλά με την οξυδέρκεια της ερμηνείας που διαυγάζει τις πολιτικές επιλογές διαμόρφωσης αυτών των στοιχείων. Τέλος εντάσσει στην ανάλυση του το ζήτημα της παρανομοποίησης της εργασίας και τον ρόλο που παίζει η συνθήκη διαμόρφωσης του «νέου εργατικού δυναμικού, χωρίς δικαιώματα μόνο από Έλληνες», θυμίζοντας μας πολλές συνδηλώσεις των σχέσεων μεταξύ κυβερνητικών επιλογών και νεοναζιστικών προσδοκιών κι υποσχέσεων. 

Ενώ όμως κάνει όλη αυτή τη βαρύνουσα δουλειά δεν υποβαθμίζει τον κεντρικό ρόλο του ανθρώπου, ως υποκειμένου έμπνευσης για ένα κίνημα διεκδίκησης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, έναντι μερικοποιημένων σχέσεων εξουσίας που αναδεικνύουν μόνο μια πλευρά του προβλήματος διαμορφώνοντας υποκείμενα σε σωλήνες ιδεολογικού εργαστηρίου που πολλές φορές πλέον όχι ως κατηγορίες αλλά ως ζωντανή ύλη δεν αντιστοιχούν σε συνειδητές κοινωνικές δυνάμεις. 

Η δυνητική αποστροφή του εντιτόριαλ «θα νικήσουμε, μόνο αν νικήσει η ζωή, γιατί έτσι κι αλλιώς, τίποτε άλλο δεν έχει αξία», βρίσκει στον εχθρό του «κόμματος του θανάτου», εκείνο το συλλογικό όραμα απελευθέρωσης που ενώ κατανοεί την πραγματικότητα που έχουν διαμορφώσει τα συμφέροντα και οι πράξεις των ανθρώπων διαφυλάσσει στη κιβωτό της αγωνιστικής της πλεύσης, την οικουμενικότητα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Διότι όπως η ύπαρξη των στρατοπέδων συγκέντρωσης είναι μια ντροπή για όλους, για το σύνολο του ανθρώπινου είδους, η διαμόρφωση μιας κοινωνίας που αυτά θα εκλείπουν είναι ένα φάρος ελπίδας για την διάσωση της συνολικής κληρονομιάς της ανθρώπινης ύπαρξης. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ποτέ τη βασική διδαχή του εάν έστω και ένας άνθρωπος είναι ανελεύθερος, τότε κανείς δεν μπορεί να είναι πραγματικά απελευθερωμένος.

Ένα άλλο ζητούμενο θίγει στο κείμενο του ο Σωτήρης Λυκουργιώτης. Έχει ο φασισμός αισθητική, κι αν ναι σε τι αυτή συνίσταται; Η προσέγγιση του ναζιστικού φαινομένου από πολιτισμική σκοπιά είναι μια δυσχερής εργασία, καθώς εκτός της a priori αμφισβήτησης του πεδίου έρευνας που οριοθετεί, η εξαγωγή συμπερασμάτων και ειδικότερα χρήσιμων για τους τρόπους αντίληψης και αντιπαράθεσης είναι πραγματικά ένα οριακό ζητούμενο. Η καλή γνώση των φιλοσοφικών συντεταγμένων μιας ιστορίας της αισθητικής ως πολιτικού εργαλείου, είναι απαραίτητο στοιχείο για την ανάληψη αυτού του καθήκοντος, και πιστεύω ότι ο συντάκτης ξεπερνά τις προσδοκίες μας με την καταγραφή που παρουσιάζει. Τι σημαίνει σε φιλοσοφικό επίπεδο ο ισχυρισμός του Μπένγιαμιν ότι ο φασισμός αισθητικοποίησε την πολιτική; Η απόδοση του ισχυρισμού ως φετιχοποίησης της τελειότητας επαναφέρει ένα ερώτημα που μόνο εάν το δούμε σε συνάρτηση με τις ζωτικές του συνδηλώσεις αποκτά το νόημα που του αρμόζει. 

Υπήρξε ο φασισμός ένας αντιδραστικός μοντερνισμός ή ένας προδιαφωτιστικός ρομαντισμός, ο μυθολογικός πυρήνας του οποίου είχε στο κέντρο του την κτηνώδη επιβολή της καταστροφής του ανθρώπου διαμέσου και της αυτοκαταστροφικής επιλογής; Εάν θέλουμε να πάψει αυτό το ερώτημα να αποτελεί απλά μια άσκηση θεωρητικής εκγύμνασης οφείλουμε να επανατοποθετήσουμε τον προβληματισμό ως εξής: εάν η φετιχισμένη αισθητική και μορφική τελειότητα στην καρδιά του νεοτερικού κόσμου συστήθηκε ως αρμονία της μαζικής ολιστικής αφήγησης, η οποία αντιστρέφει έναν υλιστικό ντετερμινισμό προς όφελος ενός μεταφυσικού τελολογισμού, πώς αυτή η εκκοσμίκευση της επίκλησης στη μαζική ανθρωποσφαγή επιβιώνει σήμερα, εφ’ όσων γνωρίζουμε πια ότι η ευταξία της «αρμονίας» αυτής συνεισφέρει απλά στην αλάνθαστη κατανομή των χρυσών δοντιών σε όμοιες στήλες προϊόντων που προκύπτουν από την συντεταγμένη εξαΰλωση «κατώτερων» ανθρώπων; Δίνοντας ένα απλό αλλά κατατοπιστικό παράδειγμα: τα κομμουνιστικά καθεστώτα επέλεξαν τις στρατιωτικές στολές που καταδεικνύουν τη ρώμη του καθεστώτος που θα επιβληθεί αλλά και ταυτόχρονα αποτελούν τη λύση στο πρόβλημα της ταξικής ανισότητας εξομοιώνοντας τα υποκείμενα. 

Ο ναζισμός θα επιλέξει τα στρατιωτικά ρούχα για να καταδείξει τον μανιακό στρατιωτικό προσανατολισμό του και επιπροσθέτως για να διευθετήσει το ζήτημα της ομοιώδους έκφρασης της ανώτερης φυλής. Το ελευθεριακό πνεύμα διαμορφώνεται ως άρνηση της κατατρόπωσης του ατόμου, και προσδοκά σε μια κοινωνία που όλοι θα έχουν την υλική δυνατότητα επιλογής αυτού που αρέσκονται χωρίς έξωθεν καταναγκασμό και διαμορφώνει την πολυμορφία ως πραγματική αισθητική αρμονία της απελευθέρωσης. 

Η πολυμορφία σήμερα λογίζεται ως θετική κατάσταση, το αντιεξουσιαστικό της πρόσημο όμως μένει να ολοκληρωθεί διαμέσου της αποαποικιοποίησης της από τη σχέση της εκμετάλλευσης με στόχο το κέρδος που έχει επιβάλλει ο καπιταλισμός. Η χρήση της μαρξικής σκέψης στο άρθρο του Λυκουργιώτη, επιβεβαιώνει και με οικονομικούς όρους το πρόβλημα της αντιστροφής προοπτικής αφού η μορφή – εμπόρευμα συγκαλύπτει το  περιεχόμενο δηλαδή την ίδια την εκμετάλλευση. Η φαινομενικότητα δεν κρύβει όμως απλά την ουσία αλλά και την αποκαλύπτει ταυτόχρονα. Διαβάζοντας όλο το τεύχος, κατανοεί κάποιος μια κοινότητα ψεύτικων διλλημάτων: ο φασισμός και η αστική δημοκρατία στον Τερζάκη η οικονομία ως βάση και ο πολιτισμός ως εποικοδόμημα, στον Λυκουργιώτη το ταξικό συμφέρον και η αλλοτριωμένη φαντασιακή θέσμιση που αποδομούνται με μια διαλεκτική που διαμορφώνει και διαμορφώνεται από τον σύγχρονο ελευθεριακό λόγο.

Ακολουθούν τα άρθρα της Νεφέλης Πανδίρη και του Δημήτρη Καταϊφτσή μελών της συντακτικής ομάδας της Θεσσαλονίκης, τα οποία έχουν ιστορικό περιεχόμενο. Για να μην μονοπωλήσει το ενδιαφέρον αυτή η εισαγωγή, θα αρκεστώ να πω ότι η ερμηνεία της ιστορικής συγκυρίας αποκτά νόημα για το ανταγωνιστικό κίνημα όταν κατορθώνει να διαρθρώνει μια κριτική σκέψη που αποκαλύπτει κοινές συσπειρώσεις συμφερόντων σε σύγχρονους ιστορικούς τόπους. Η μάχη που δίνεται ενάντια στη συλλήβδην παραχώρηση του γερμανικού προλεταριάτου στο ναζισμό είναι κατ’ ουσίαν μια ιστοριογραφική μάχη που επίδικο για εμάς έχει όχι την ακαδημαϊκή διαμάχη αλλά την υπεράσπιση της επαναστατικής πολιτικής και θεωρίας από τις φιλελεύθερες αφηγήσεις που στόχο έχουν να αθωώσουν τον καπιταλισμό ως μήτρα του φασισμού, ή με άλλα λόγια επιχειρούν να κάνουν τον Χορκχάιμερ να το βουλώσει αντ’ αυτών.

Η δε ιστορία της Σιδηράς Φρουράς στη Ρουμανία αποκτά μια επίκαιρη χροιά παρατήρησης των ενδοφασιστικών διενέξεων και αντιπαραθέσεων οι οποίες «φυσικά ως φάρσα περισσότερο» έλαβαν χώρα πρόσφατα και στην Ελλάδα του 21ου με τις διώξεις Μιχαλολιάκου από τον Δένδια.

Το προμήνυμα κινδύνου που στέλνει η Άννα Καραγεωργίου έχει πολλούς αποδέκτες. Παίρνοντας μόνο ως αφορμή την φασιστική απειλή με ένα κείμενο-μανιφέστο προβληματισμού πάνω στη σύγχρονη κατάσταση, ανασκαλεύει την φιλοσοφία της ιστορίας χρησιμοποιώντας ένα πολύ δυνατό και αιχμηρό εργαλείο: επίλεκτες ερμηνείες από την ιστορία της φιλοσοφίας. Μ’ ενα πολυεπίπεδο γραπτό, μας δίνει την αίσθηση ότι φέρνει τον διαρκή θύτη δολοφόνο-ναζιστή Ρουπακιά σε έναν διαχρονικό φιλοσοφικό  και αιματηρό διάλογο με το θύμα του που μέσα στο διηνεκές του ιστορικού χρόνου και τόπου αυτό θα μπορούσε να είναι ο στοχαστής Βάλτερ Μπένγιαμιν, όπως ακριβώς ο Χίτλερ θα μπορούσε να έχει δολοφονήσει τον Παύλο Φύσσα.

Δυο κείμενα για την οργάνωση των αναρχικών που αποτελεί κεντρικό άξονα των ζητημάτων με τα οποία καταπιάνεται η επιθεώρηση του Κοινωνικού Αναρχισμού, φιλοξενούνται στις επόμενες σελίδες του και εμπλουτίζουν τον ορίζοντα της ελευθεριακής σκέψης γύρω από το θέμα αυτό. Ο Σπύρος Δαπέργολας σκιαγραφεί με απλά και κατανοητά λόγια το πλαίσιο διαφόρων προβληματισμών γύρω απ’ το ζήτημα της οργάνωσης, ενώ ταυτόχρονα συνοψίζει χωρίς ιδεοληπτικές προσθήκες την αναγκαιότητα ύπαρξής της. Η προσπάθεια αυτή παίρνει νέα μορφή πλέον δεδομένου ότι παύει να αποτελεί ευχολόγιο αλλά από τον προηγούμενο Μάρτιο αποτελεί ζωντανή διαδικασία ζύμωσης μετά την πρωτοβουλία διαλόγου που πάρθηκε για την δημιουργία πανελλαδικής αναρχικής οργάνωσης, η οποία έχει διοργανώσει ήδη 2 πανελλαδικές συναντήσεις, με τη συμμετοχή δεκάδων αναρχικών συλλογικοτήτων. 

Ο Αντώνης Δρακωνάκης με το άρθρο του βάζει στο κοινωνιολογικό μικροσκόπιο τις πολιτικές σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα σε μικρές ομάδες που δεν καθορίζονται με βάση το πολιτικό τους πρόγραμμα αλλά τις ίδιες τις αναπτυσσόμενες σχέσεις, αυτό που ο ίδιος ονομάζει παρέα, και σχεδιάζει μια αφήγηση υπέρβασης αυτής της απαραίτητης ίσως αλλά σίγουρα όχι επαρκούς δομής συλλογικοποίησης προς την τάση της περαιτέρω οργάνωσης με βάση ένα πολιτικό σχέδιο που εδράζεται στις κοινωνικές ανάγκες.

Η ύλη του δεύτερου τεύχους κλείνει με κάποιες μόνιμες στήλες, για την μετάφραση επιλέχθηκε το παλαιότερο συστηματικό πρόγραμμα του γερμανικού ιδεαλισμού, ένα κείμενο των Χέγκελ, Σέλλινγκ και Χεντερλινγκ, γραμμένο στα 1797 στο οποίο παρουσιάζουν μια όψη του φιλοσοφικού τους στοχασμού πάνω στο ζήτημα της ηθικής, τη μετάφραση έκαναν η Βασιλική Σουλιώτη και ο Σωτήρης Λυκουργιώτης. 

Στη βιβλιοπαρουσίαση βρίσκουμε το έργο Ουτοπία και επανάσταση του Μπλοχ όπως μας το παρουσιάζει η Έλενα Νακοπούλου ενώ στο αρχείο από τις σελίδες του αντιεξουσιαστικού κινήματος της μεταπολίτευσης αναπαράγουμε το άρθρο του Άρη Καρύτσα για την επινόηση του ελληνικού έθνους από το 13ο τεύχος της Ελευθεριακής Κίνησης του Δεκέμβρη του 1998. Ένα έξοχο αντιεθνικιστικό κείμενο το οποίο ενώ διεκδικεί δάφνες επιστημονικής ιστοριογραφικής μελέτης δεν απολύει την πολιτική του οξυδέρκεια, συνεισφέροντας πολύ χρήσιμα συμπεράσματα πάνω στη κατασκευή του έθνους και την ελληνική περίπτωση εθνικής αφήγησης. 

Οι τελευταίες σελίδες του περιοδικού παρουσιάζουν τα σκίτσα του Τζόρτζ Γκρός τα οποία φιλοτεχνούν αυτό το δεύτερο τεύχος, με ένα σημείωμα που έκανε η Άννα Καραγεωργίου. Απ’ τη μεριά μας ελπίζουμε το αναγνωστικό κοινό να βρει ενδιαφέροντα τα κείμενα του τεύχους και να υποστηρίξει την έκδοση με την ίδια ένταση που ανταποκρίθηκε και στο πρώτο τεύχος, και τέλος η ύπαρξη αυτής της έκδοσης να αποτελεί άλλη μια ψηφίδα στο μωσαϊκό των απελευθερωτικών εγχειρημάτων που κοπιάζουν για την υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης, μιας απελευθέρωσης που καλώς ή κακώς προϋποθέτει τη θεωρητική ανάλυση και ερμηνεία όχι σε βάρος της πράξης αλλά σε ένα συνεχές αρμονικό συμβάδισμα στο δρόμο που όπως μας εμπιστεύτηκαν οι Ζαπατίστας, φτιάχνεται περπατώντας προς την Ουτοπία.

Κείμενο παρουσίασης του 1ου τεύχους του Κοινωνικού Αναρχισμού


Του Άρη Τσιούμα

Οι σύγχρονες ελευθεριακές και αντιεξουσιαστικές εκδόσεις στην Ελλάδα έχουν διαγράψει ήδη έναν κύκλο μιας σαραντάχρονης σταθερής παρουσίας. Άλλοτε βραχύβιες και μερικές, άλλοτε σταθερές και πιο ολοκληρωμένες, το ψηφιδωτό των εντύπων της ελευθεριακής αντίστασης, κατόρθωσε να συγκροτήσει έναν ιδιαίτερο, ανταγωνιστικό, πολιτικό και πολιτιστικό τόπο, ενάντια στο σύνολο των καθεστωτικών μέσων προπαγάνδας, έντυπων και μη. 

Πολλά έχουν αλλάξει από εκείνες τις πρώτες εκδόσεις της «Διεθνούς Βιβλιοθήκης» του Χρ. Κωνσταντινίδη, και του «Ρήγματος» του αδικοχαμένου Στέλιου Βασιλειάδη, τόσο σε όσα αφορούν την κοινωνία, όσο και στους τρόπους λειτουργίας των αυτοματισμών της εξουσίας και των αντιστάσεων των από-τα-κάτω. Παράλληλα όμως έχει διατηρηθεί η όρεξη για παραγωγή αναρχικών – ελευθεριακών εντύπων με στόχο την όλο και μεγαλύτερη απεύθυνση των απελευθερωτικών ιδεών μέσα στην κοινωνία των καταπιεσμένων. 

Το νήμα των εκδοτικών εγχειρημάτων του αντιεξουσιαστικού χώρου είναι εν γένει κοινό, όπως είθισται να συμβαίνει στα πλαίσια πεπερασμένων κοινοτήτων. Η αλληλουχία και η σχέση ανοιχτού διαλόγου μας φέρνει σε επαφή με παλιότερες εκδοτικές προσπάθειες. Πέρα από μια λογική πολυτασικότητα, η οποία χαρακτήρισε τον ίδιο τον αντιεξουσιαστικό χώρο και τα αφορμολιστικά δίκτυά του, εμείς ως «Συνεργατικές Εκδόσεις Κουρσάλ», αναγνωρίζουμε τον κοινό μας τόπο μέσα απ’ την οπτική με την οποία προσεγγίζουμε το κοινωνικό ζήτημα με τις ελευθεριακές εκδόσεις, όπως των «Ξένων», του «Πανοπτικόν», της «Ευτοπίας», της ομάδας της αναρχικής εφημερίδας «Άλφα» παλιότερα και όσων ακόμη συντρόφων έχουν αναλάβει το δύσκολο έργο εδώ και αρκετά χρόνια της επανασύστασης και πρόταξης του ελευθεριακού λόγου στην κοινωνία και το κοινωνικό κίνημα. 

Από την πρώτη στιγμή που συγκροτήθηκε το «Κουρσάλ» μας γεννήθηκε η ανάγκη να εκδοθεί μια ελευθεριακή πολιτική επιθεώρηση με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Αυτή ήταν η πρώτη σκέψη η οποία οδήγησε στη διαμόρφωση της περιοδικής έκδοσης που παρουσιάζουμε σήμερα, του «Κοινωνικού Αναρχισμού». 

Βασικό στοιχείο για την διαμόρφωση της επιθεώρησης του κοινωνικού αναρχισμού είναι η προσπάθεια οι θεωρητικές αναλύσεις να είναι σύμφυτες με το σύγχρονο αναρχικό κοινωνικό κίνημα. Βασικό μοτίβο που διαπερνά τη συλλογική σκέψη της επιθεώρησης είναι να αναβαθμίσει τις θεωρητικές επεξεργασίες του αναρχικού κινήματος, όχι σε ένα επίπεδο έξω και πέρα από αυτό και τις πιθανές αντιφάσεις και αδυναμίες του, αλλά εντός αυτού σε μια οργανική σχέση που περιέχει σε ένα ενιαίο σύνολο τόσο την θεωρία όσο και την πράξη. 

Ένα δεύτερο στοιχείο έχει να κάνει με την κοινή συναντίληψη, όχι όμως ως προκατασκευασμένη μανιέρα κομματικού οργάνου, αλλά ως δυναμική συνδιαμόρφωση κοινών εκκινήσεων σε οριοθετημένα πολιτικά και άλλα πεδία. 

Με αυτή τη βάση η επιθεώρηση δεν συγκροτείται απλά από μια ομάδα αλλά επιχειρεί να συγκροτήσει έναν κοινό πολιτικό τόπο, ακόμη δε περισσότερο να ανακαλύψει τα κριτήρια με τα οποία θα επιλεγούν τα υλικά και τα εργαλεία για την επεξεργασία των κοινωνικών θεσμίσεων σε όλα τα επίπεδα. Από αυτή την προϋπόθεση επιλέχθηκε και το όνομα της επιθεώρησης.

Ο κοινωνικός αναρχισμός μπορεί πιστεύουμε να συνοψίσει την ιστορικότητα των απελευθερωτικών κοινωνικών κινημάτων χωρίς να μετακομίζει απλά σε ενεστώτα χρόνο κλειστά συστήματα και λάβαρα, καθώς η σχέση του με το παρόν δεν είναι απλά αυθύπαρκτη αλλά δυναμική. Με αυτή την έννοια παρακολουθεί, παρεμβαίνει, και επανεκτιμά. Όπως η επανάσταση δεν πρέπει να μένει στάσιμη έτσι και οι ιδέες μας πρέπει να αναδιαμορφώνονται -χωρίς να παραμορφώνονται- με κριτήριο τη συνθήκη και τις κοινωνικές ανάγκες. 

Μια γενική στόχευση της επιθεώρησης είναι η ανάδειξη της ελευθεριακής σκέψης σε μια σειρά ζητημάτων, καθώς επίσης και η παραγωγή αντίληψης, και ελευθεριακής πολιτικής πρότασης. Η κάλυψη όλων των βασικών τομέων της κοινωνικής και επιστημονικής ζωής μας απασχολεί στον διαρκή αγώνα για την ολοκλήρωση του φιλοσοφικού πλαισίου σκέψης του κοινωνικού αναρχισμού. Με βάση τα παραπάνω διαμορφώνεται και η ύλη και η θεματολογία του περιοδικού. Απ’ την πολιτική και την πολιτική θεωρεία, μέχρι τη φιλοσοφία, την ιστορία και την κοινωνιολογία, έως και την επόπτευση των θετικών επιστημών.

Ιδιαίτερη θέση στην θεματολογία της επιθεώρησης έχουν τα ζητήματα της οργάνωσης του αναρχικού κινήματος και του ιστορικού αρχείου. Στοιχείο εγχαραγμένο στο πολιτικό γονιδίωμα της έκδοσης είναι η ανάδειξη της ανάγκης για την συγκρότηση ενιαίας αναρχικής πολιτικής οργάνωσης. Κομμάτι της σχέσης ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη, το ζήτημα της οργάνωσης καταλαμβάνει ένα μέρος της θεωρητικής επεξεργασίας μας, ενώ η οργανική συμμετοχή στη διαδικασία της συγκρότησης Πανελλαδικής Οργάνωσης Αναρχικών γειώνει τους προβληματισμούς στο εύφορο έδαφος της πραγματικότητας. 

Σ’ αυτό το σημείο θα προσπαθήσω να παρουσιάσω σύντομα το πρώτο τεύχος της επιθεώρησης, και θα κλείσω την εισήγηση της παρουσίασης. 

Το κάθε τεύχος έχει μια θεματική η οποία καλύπτεται από ένα εισηγητικό κείμενο κάποιου μέλους της συντακτικής ομάδας, το οποίο αποστέλλεται σε κάποιους αρθρογράφους ώστε να το σχολιάσουν και να καταθέσουν την οπτική τους γύρω από το θέμα.. Η υπόλοιπη ύλη καλύπτεται από πρωτότυπες μεταφράσεις, ιστορικές αναλύσεις, άρθρα για το ζήτημα της πολιτικής οργάνωσης, και της πολιτικής θεωρίας, ενώ τέλος υπάρχει πάντα το ιστορικό αρχείο όπως ανέφερα παραπάνω, με το οποίο θα προσπαθήσουμε να επανεκδώσουμε ένα κομμάτι των πολιτικών αναλύσεων του αναρχικού χώρου στη μεταπολίτευση, θέμα το οποίο για εμάς είναι πολύ σημαντικό εφ’ όσων αναγνωρίζουμε μια ιστορική συνέχεια στο αντιεξουσιαστικό ρεύμα. 

Σε αυτό το πρώτο τεύχος, η θεματική πολιτικής «αυτοπαρουσίασης» είναι ο κοινωνικός αναρχισμός, καθώς μια πρώτη επαφή με το πλαίσιο που καταθέτουμε θεωρήσαμε σκόπιμο να γίνει μέσω του εντύπου που προωθεί την εν λόγω διαδικασία. Το εισηγητικό κείμενο με τίτλο «Κοινωνικός Αναρχισμός, ένα ρεύμα του μέλλοντος», προσπάθησε αφού σκιαγράφησε την πολιτική συγκυρία εν μέσω της κρίσης, δίνοντας δηλαδή ένα σύντομο χαρτογράφημα του παρόντος να καταθέσει μερικές επίκαιρες ερωτήσεις για τη φύση του κοινωνικού αναρχισμού, όπως: 

«τι σημαίνει σήμερα για εμάς η ταξική πάλη ανάμεσα στη νομοτέλεια των de facto επαναστατικών υποκειμένων και τη φενάκη του σχετικισμού του μετα-χυλού˙ τι σημαίνει εξουσία ενώπιον της κτηνώδους βίας και του αποκλεισμού που βιώνουμε και την αντίληψη που δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη απόφασης, αρνούμενη ουσιαστικά την ίδια την επανάσταση; Τι είναι ο αντικαπιταλισμός για τη στείρα, αριστερή κριτική που δεν ακουμπά τον πυρήνα της εξουσίας και τι για τις «αντιαυταρχικές» πολιτικές που θίγουν τα πάντα εκτός από τον πυρήνα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής; Ποια είναι η σύγχρονη θέαση της σχέσης με τη φύση, όταν η τεχνολογία στρέφεται ενάντια στην ίδια τη ζωή προς όφελος της «προόδου» και ο παράδοξος νεο-βιταλισμός δεν αντιλαμβάνεται τις πραγματικές συνθήκες και τη μήτρα της ταξικής ανισότητας»; 

Πατώντας ταυτοχρόνως σε κάποιες επαναδιατυπωμένες κοινές παραδοχές, του ελευθεριακού τρόπου σκέψης: "ο κοινωνικός αναρχισμός δεν προσδιορίζεται εκ νέου για να βουτήξει στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ, ώστε να αποκαθαρθεί από τα μαζικά εγκλήματα που διέπραξε. Επαναπροσδιορίζεται για να είναι υπεύθυνος μονάχα για τις πράξεις που αντιστοιχούν στο φιλοσοφικό του ειρμό, τον ελευθεριακό του προσανατολισμό και το ανθρώπινο της φύσης του, καθώς αποστρέφεται τα κλειστά σχήματα, τους ολοκληρωτικούς αφορισμούς και τις συναινετικές αγιοποιήσεις". 

Στο δεύτερο από τα τρία συνολικά άρθρα που καταπιάνονται με το ζήτημα της ερμηνείας όψεων του σχήματος του κοινωνικού αναρχισμού, ο Νίκος Νικολαΐδης, τελειώνει πολύ εύσχημα με τους τρελούς καιρούς, ανταποκρινόμενος με τον καλύτερο τρόπο στο κάλεσμα για κοινή ιχνηλασία πάνω στον τόπο του κοινωνικού αναρχισμού, αναδεικνύοντας έναν πλούτο αντιλήψεων και συμπερασμάτων σε μια ολοκληρωμένη πολυεπίπεδη παρουσίαση θεματικών μοτίβων, πολιτικών επιρροών, ιστορικών αναφορών και φιλοσοφικών επικλήσεων με μια γραφή -και αυτό οφείλουμε να το τονίσουμε- που ενώ καλύπτει με την ευθυκρισία της και τον πιο απαιτητικό κριτή, παράλληλα με την μεστή απλότητά της κερδίζει το ενδιαφέρον και του πιο «ανειδίκευτου» αναγνώστη, έτσι ώστε διευρύνει de facto την γκάμα των ανθρώπων που μπορούν να προσεγγίσουν την αντίληψη του κοινωνικού αναρχισμού. Η χρήσιμη τοποθέτηση που επιχειρεί πάνω στον κοινωνικό αναρχισμό και το ελευθεριακό κίνημα εν γένει βρίσκει το διαλεκτικό της αντίθετο στη μάχη με το γιακωβινισμό, την ιεραρχία, τον επιστημονισμό, την αστική «πρόοδο» και «ανάπτυξη», το life-style, δείχνοντας έναν τρόπο οι παραγωγικές αντιθέσεις να βρίσκουν το δρόμο για τη σύνθεση ενός οράματος της απελευθέρωσης, ή με λόγια του ίδιου: 

«Ο ζωντανός ιστός που το ελευθεριακό κίνημα δημιουργεί μέσα στην κοινωνία της αλλοτρίωσης δεν εξαντλείται σε κάποιο πρόγραμμα, μεθοδολογία, πολιτική οργάνωση, ατομικό ή συλλογικό βολονταρισμό, παρ' όλο που τα έχει ανάγκη όλ’ αυτά - και πολλά περισσότερα ακόμη. Το ελεύθερο πνεύμα, η αγάπη για τον άνθρωπο, η αντιεξουσιαστική ηθική, η ικανότητα για προσωπική δέσμευση, καθώς και η αποφασιστικότητα και η τόλμη που γεννιούνται από το δίκιο και τη συλλογική δύναμη είναι που δίνουν περιεχόμενο στις πράξεις». 

Η συνεισφορά του antisystemic, ενός από τα πιο θεωρητικά καταρτισμένα blog που έχουν αναφορά στον κοινωνικό αναρχισμό, είναι η συζήτηση ανάμεσα στον ελευθεριακό σοσιαλισμό και τον ελευθεριακό κομμουνισμό. Χρησιμοποιώντας τις πιο ολοκληρωμένες κρίσεις του ιστορικού αναρχικού κινήματος, ο συγγραφέας, επικαιροποιεί την δυνατότητα πραγματοποίησης του αναρχικού οράματος με συγκεκριμένους όρους και τρόπους, σε μια διαλεκτική πάλη με όσα στοιχεία του κινήματος μειώνουν την πιθανότητα εφαρμογής ενός πολιτικού και οικονομικού συστήματος ισότητας. Εκκινώντας από απλά ερωτήματα, τα οποία συνήθως διατυπώνονται από κόσμο ο οποίος έρχεται σε πρώτη επαφή με τον αναρχικό τρόπο σκέψης, οι απαντήσεις που δίνονται φτάνουν σε ένα νέο βάθος τις συζητήσεις γύρω από τελικά περίπλοκα ζητήματα όπως ο καταμερισμός της εργασίας σε μια απελευθερωμένη κοινωνία. 

Το άρθρο που καλύπτει την ύλη γύρω από την ιστορία γι’ αυτό το τεύχος, έχει επιμεληθεί ο καθηγητής του τμήματος Ιστορίας του Α.Π.Θ. ο Λουκής Χασιώτης, ο οποίος μας παραδίδει ένα εκτενές απόσπασμα ως προδημοσίευση της εισαγωγής του βιβλίου «Η κολλεκτιβοποίηση στην Ισπανία, 1936-1939. Μαρτυρίες και κριτικές προσεγγίσεις» που εκδόθηκε μόλις από τις εκδόσεις των Ξένων. 

Έχοντας κάνει μια διευρυμένη έρευνα στην ελληνική αλλά κυρίως στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία ο συγγραφέας μας δίνει ήδη μια ιδέα για την χρησιμότητα τόσο του βιβλίου όσο και των κρίσεων που μπορούν να παραχθούν εξ’ αιτίας του, γύρω από το θέμα της αυτοδιαχείρισης και της κολλεκτιβοποίησης, θέμα το οποίο εν καιρώ κρίσης έχει αρχίσει το τελευταίο διάστημα να συζητιέται έντονα. Η εμβάθυνση της ανάλυσης μέσω της έρευνας στο συγκεκριμένο ζήτημα μας βοηθά να αποτινάξουμε τον ιδεολογικό παρωπιδισμό, και να επαναπροσεγγίσουμε με ειλικρίνεια το ζήτημα της κολλεκτιβοποίησης στη Ισπανία, χωρίς να αποστοιχιζόμαστε από τη φιλοσοφία της ισότητας που και το ίδιο το παράδειγμα της επαναστατημένης Ισπανίας προσέφερε. Η εξέλιξη της κολλεκτιβοποίησης, τα προβλήματα που αντιμετώπισε αλλά και που σε άλλες περιπτώσεις δημιούργησε, τα διαφορετικά μοντέλα οικονομικής οργάνωσης σε ένα πεδίο που δεν μπορούσε να θεωρηθεί ενιαίο, η παραγωγικότητα των δομών σε καιρό πολέμου, και οι όποιες κοινωνικές αντιστάσεις μας βοηθούν να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για το φαινόμενο. Τέλος ο ρόλος του συνδικαλισμού στη γέννηση της γραφειοκρατίας καθώς και οι έως πρόσφατα παραμελημένες αναλύσεις γύρω από τις έμφυλες σχέσεις εντός κολλεκτιβοποίησης, μας διδάσκουν ποια λάθη πρέπει να αποφύγουμε την επόμενη φορά που η κοινωνική αντίσταση θα καταφέρει να αναλάβει την επαναφορά της ζωής σε βάσεις ισότητας σε μια τόσο διευρυμένη κλίμακα, που να την καθιστά μια οικουμενική αξία.

Δυο πρωτότυπες μεταφράσεις από τη Νεφέλη - Μυρτώ Πανδίρη μια του Huey P. Newton και μια του Murray Bookchin καλύπτουν μια πρώτη «συζήτηση» γύρω από το θέμα της οργάνωσης, σ’ αυτό το τεύχος. Ο Newton στο άρθρο του «Για την υπεράσπιση της αυτοάμυνας» κατηγορεί τους αναρχικούς ότι δεν πιστεύουν στην οργάνωση παρά μόνο στην ατομική βούληση, για να εισπράξει την απάντηση του Μπούκτσιν ότι πέρα των ατομιστών αναρχικών, όλοι οι αναρχικοί συμφωνούν στο ζήτημα της οργάνωσης, και το θέμα τίθεται πάνω στο ζήτημα του τι είδους οργάνωση επιθυμούμε παρά στο εάν όντως επιθυμούμε την οργάνωση ή όχι. Τα δύο αυτά άρθρα που συγκροτούν αυτό τον διάλογο, επιλέξαμε να παρουσιαστούν σε αυτό το τεύχος με αφορμή και τη διαδικασία που έχει ξεκινήσει για την οργάνωση του αναρχικού κινήματος στην Ελλάδα. 

Ο Φώτης Τερζάκης, αναλαμβάνει σε αυτό το τεύχος να καλύψει τους φιλοσοφικούς προβληματισμούς σε ένα επίκαιρο άρθρο του, με τον τίτλο «Φιλοσοφικός στοχασμός σε συνθήκες κρίσης». Χρησιμοποιώντας την αψεγάδιαστη γραφή που τον χαρακτηρίζει ο Τερζάκης, μέσα από την πολεμική του στον Γερμανό φιλόσοφο E. Husserl, καταδεικνύει το ρόλο του φιλοσοφικού στοχασμού σε καιρούς κρίσης. Επεξηγεί μέσα από την πολεμική του πως δεν πρέπει να γίνεται η φιλοσοφία, εάν δεν θέλει να εκπέφτει σε μια αποκομμένη από κάθε είδους πραγματικότητα εγκεφαλική άσκηση, η οποία όχι μόνον αδυνατεί να αναλύσει τον κόσμο που την περιβάλλει -πόσο μάλλον να τον αλλάξει- αλλά ακόμη περισσότερο μπορεί να καταλήξει μέσα στην εγκεφαλικότητά της να φαντάζεται ενοποιήσεις και να κατασκευάζει εύτακτα σχήματα ενώ η ζωή είναι αλλού. Στην δε περίπτωση του Husserl η ζωή ήδη απειλείται καταστατικά από το ναζιστικό κίνδυνο, ενόσω ο γερμανοεβραίος φιλόσοφος επιδίδεται σε κρίσιμες τομές στο σώμα της «δυτικής ενότητας» για να δικαιώσει ένα -μάλλον πρώιμα νεοφιλελεύθερο- σχήμα το οποίο όμως έχει στην πραγματικότητα αναλάβει να διεκπεραιώσει ο Χίτλερ. Η αποδόμηση που επιχειρεί με συναρπαστική επιτυχία ο Τερζάκης στο σώμα της ιδεολογίας ως ψευδoύς συνείδησης, όντως βοηθά να αναφανούν οι αποκρυμμένες σχέσεις ανισότητας και κυριαρχίας, τις οποίες η αποφασισμένη μας δράση ελπίζει να άρει, άπαξ δια παντός.

Η προσέγγιση της έννοιας της φύσης στον Μάρξ, είναι το άρθρο της Έλενας Νακοπούλου, με το οποίο η συγγραφέας επιχειρεί μια ουσιώδη κατάθεση γύρω από ένα θέμα που έχει μια διττή σημασία. 

Από τη μια πλευρά η σχέση κυριαρχίας πολιτισμού - φύσης στη σκέψη του Μάρξ αποτελεί άλλο ένα από τα πεδία ρήξης που μοιράζονται αναρχικοί και μαρξιστές, είναι άλλο ένα αγκάθι στη σχέση του Μάρξ και του έργου του σε σχέση με το σύγχρονο ανταγωνιστικό κίνημα. Ταυτόχρονα όμως, το κείμενο αποτελεί μια βαθύτερη ανάλυση, ενός θέματος εξαιρετικά επίκαιρου. Παρακολουθούμε τα τελευταία χρόνια οι αγώνες γύρω από τη φύση και την προστασία της να παίρνουν όλο και μεγαλύτερο, όλο και πιο κεντρικό χαρακτήρα, ενώ ταυτόχρονα μοιάζουν να αποποιούνται παλιότερων οικολογικών ενδύσεων, βάζοντας πιο ολικά χαρακτηριστικά στον αγώνα. Η Νακοπούλου στο άρθρο της περισσότερο θα προσπαθήσει να οριοθετήσει διάφορες παραφωνίες που έχουν παραχθεί εν μέσω άστοχων αναγνώσεων και διιστορικών αφηγήσεων. Θα επιχειρήσει να τοποθετήσει και να αναλύσει τον Μάρξ σε ένα ορισμένο πλαίσιο αντιδρώντας στην «μαρξιστική» τάση για διαχρονικά συμπεράσματα. Στην ουσία έτσι προστατεύει και κάποιες όψεις δύσκολα διαχειρίσιμες [αντίστοιχες της θέσης για τις αποικιοκρατίες] χωρίς να υποβαθμίζει το έργο του Μάρξ. 

Στο άρθρο του ο Σωτήρης Λυκουργιώτης, με τίτλο « Η διαφύλαξη του αρνητικού ως στρατηγική αντεπίθεσης» θα επαναδιατυπώσει όλο τον φιλοσοφικό ειρμό του αριστερού εγελιανισμού, με πρόδηλες τις επιρροές του Μπακούνιν με όχημα όμως αυτή τη φορά την Τέχνη. Το πώς η άρνηση παραμένει μια κατάφαση, ένα βήμα από το οποίο θα τροφοδοτηθεί μια διαλεκτική της απελευθέρωσης, αποτελεί βασικό στίγμα του αναρχισμού. Η δε περιόδευση ενός τέτοιου θέματος μέσα από τις αίθουσες των Τεχνών αναδεικνύει με ένα πρωτότυπο τρόπο το ζήτημα. Η οριοθέτηση της αισθητικής του ολοκληρωτισμού, ταυτόχρονα με την άνοδο της μαζικής κουλτούρας, έρχονται να εμπλακούν με το πολιτικό τους αντίστοιχο το παρεμβατικό κράτος της σοσιαλδημοκρατίας, η οποία προσφάτως έχει αναλυθεί ως αλληλένδετη με τον κρατικό ολοκληρωτισμό. Η χρονική μεταφορά στο μεταπολεμικό κόσμο με την ανάδυση του μεταμοντέρνου ως εκδοχή αφήγησης ενός ουσιαστικά πράγματος, μιας διαρκούς θυσίας στο βωμό του μη – νοήματος, επαναφέρει τη χρησιμότητα της άρνησης ως θέση ενάντια στο υπάρχον. Καταλήγοντας:

"H συνολική άρνηση κάθε συνδιαλλαγής, η απόρριψη κάθε στρατηγικής παλινόρθωσης, η άρνηση συμμετοχής και καθορισμού από το θέαμα, η πίστη στην άμεση συλλογικότητα των ελεύθερων πολιορκημένων, η αντίθεση σε κάθε κλειστό σύστημα –χωρίς την απόρριψη του νοήματος της αλήθειας ως σχετικιστικής πλάνης- είναι ουσιαστικά το περιεχόμενο της αρνητικής στάσης. Και αυτή είναι μια θετική άρνηση, όχι το αντιπολιτευόμενο «όχι σε όλα» που αρνείται για να διασώσει τον κόσμο". 

Με μια βιβλιοπαρουσίαση και ένα κομμάτι του ιστορικού αρχείου κλείνει το πρώτο τεύχος του «Κοινωνικού Αναρχισμού».

Η παρουσίαση αφορά στο βιβλίο «Ταξίδι στο Παρελθόν» του Abel Paz ένα βιβλίο που μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Ν. Νικολαΐδη, και εκδόθηκε πρώτη φορά από την εφημερίδα Άλφα το 1996. Μετά την εξάντληση της πρώτης έκδοσης, αποτέλεσε την πρώτη έκδοση των συνεργατικών εκδόσεων Κουρσάλ, το Νοέμβριο του 2012. Την βιβλιοπαρουσίαση για τον Κοινωνικό Αναρχισμό θα αναλάβει ο Κώστας Δεσποινιάδης, ένας άνθρωπος που έχει προσφέρει τα πλείστα στην υπόθεση του αναρχικού και ελευθεριακού βιβλίου και στοχασμού, με το πάθος ενός ζηλωτή. Στο ολιγοσέλιδο λογοτεχνικό κατ’ ουσίαν δημιούργημα του καταφέρνει όχι απλά να παρουσιάσει σωστά την ψυχή του βιβλίου αλλά να το τιμήσει πραγματικά. Ένα κείμενο που αξίζει να διαβαστεί και πέρα από την αφορμή που έκανε τον συντάκτη του να αναλάβει τον κόπο. 

Η επιθεώρηση κλείνει με τη θεωρητική συνεισφορά ενός σύγχρονου αναρχικού διανοητή, του N. Berti, ο οποίος αναλαμβάνει να εμβαθύνει στους πραγματικούς λόγους της σύγκρουσης αναρχισμού και μαρξισμού, σε ένα εκτενές άρθρο που επεξηγεί ταυτόχρονα με πολιτικούς όρους τους λόγους της διάσπασης της Α’ Διεθνούς. Το κείμενο είναι αναδημοσίευση από την επιθεώρηση «Τεκμήρια» του 1983. 

Κλείνοντας την παρουσίαση του Κοινωνικού Αναρχισμού, θα δανειστώ τα λόγια ενός μεγάλου επαναστάτη, που επανέφερε στο άρθρο του, για τον Abel Paz o Κώστας, ο ίδιος άνθρωπος λοιπόν που κατηγορήθηκε για δολοφονίες, και ληστείες σχεδόν σε όλο το δυτικό ημισφαίριο, ο ίδιος άνθρωπος δήλωνε ότι πρέπει να υπάρχει ένας αναρχικός εκδοτικός οίκος σε κάθε πόλη ίσως και ένα ελευθεριακό φεστιβάλ βιβλίου θα προσθέταμε εμείς. Είναι με αυτή την αντίληψη της ζωής, του αγώνα, της σύνδεσης της μάθησης με την δράση για την ελευθερία, που μπορούμε να επαναλαμβάνουμε, με την ίδια ειλικρίνεια “llevamos un mundo nuevo en nuestros corazones”. 

Η διάφανη Λίμνη